Αντίσταση


 Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΜΠΑΝΑΣ ΤΟΥ ΑΙ –ΛΙΑ ΣΤΗΝ ΑΣΩΠΙΑ

-    Γράφει ο Δ. Μαρίνης τ. Αρχιεπιθεωρητής Οργανισμού Σιδηροδρόμων –
-    
-    … << κι ήρθανε χρόνοι δίσεκτοι χρόνοι καταραμένοι …>> θρηνεί κάθε τόσο η δημώδης μούσα μας , αφού η << δύστηνος μοίρα >> της φυλής μας , δεν σταματάει να μας φέρνει συμφορές , πολέμους , καταστροφές .
-    Μια φοβερή συμφορά έπληξε την χώρα μας την Άνοιξη του 1941 , όταν ο Αδόλφος Χίτλερ , βλέποντας την ανικανότητα του συμμάχου του Μουσολίνι να υποτάξει την Ελλάδα , έστειλε την σιδηρόφρακτη πολεμική μηχανή του και υποδούλωσε , μαζί με τις άλλες χώρες της Ευρώπης και την πατρίδα μας .
-    Για την απερίγραπτη τετραετία ( 1941 – 1944 ) όπου πρωταγωνίστησε το απάνθρωπο πρόσωπο του ναζισμού και του φασισμού αλλά και το μεγαλείο της Ελληνικής ψυχής , έγραψε η ιστορία .
-    Εμείς δεκάχρονοι πιτσιρικάδες τότε ,τρέχαμε περίεργοι να παρακολουθήσουμε περιστατικά και ιστορίες , που εκτυλίσσονταν μέσα στην δίνη του κατοχικού δράματος .

-    ΜΙΑ ΤΕΤΟΙΑ ΙΣΤΟΡΊΑ ΕΙΝΑΙ Η ΠΑΡΑΚΑΤΩ .

Οι κατακτητές είχαν δημιουργήσει ένα μεγάλο εργοτάξιο καταναγκαστικής εργασίας κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής , από το σιδηροδρομικό σταθμό της Μαλακάσας μέχρι το σταθμό των Θηβών . Περιλάμβανε δηλαδή τους σταθμούς Οινόης , Τανάγρας , Ελαιώνα , Υπάτου , και Θηβών . Εκεί οι σκλάβοι πατεράδες , οι θείοι , οι παππούδες μας , με βαριές , βαριοπούλες , πικούνια , κασμάδες , λοστούς , έσπαζαν τους βράχους που έβγαζαν , από τα νταμάρια του Υπάτου και της Μαλακάσας , και με το χαλίκι ενίσχυαν την σιδηροδρομική γραμμή , ώστε να αντέχει στα βαριά τρένα που μετέφεραν πολεμικό υλικό ,άρματα , στρατό , αιχμαλώτους , μελλοθανάτους κ.λ.π.
Έτσι , καθένα από τα χωριά μας , Σχηματάρι , Μπράτσι , ( Τανάγρα ) , Χλεμποτσάρι ( Ασωπία ) , Μουσταφάδες ( Καλλιθέα ) , Δρίτσα ( Άρμα ) , Σπαϊδες ( Ελαιώνας ) , Σύρτζι ( Ύπατον ) κ.λ.π. υποχρεώνονταν να στέλνει καθημερινά ορισμένο αριθμό σκλάβων να δουλεύουν θρυμματίζοντας βράχους … ζωντανοί σπαστήρες !
Στο σιδηροδρομικό σταθμό Τανάγρας είχε στρατοπεδεύσει ένας λόχος Ιταλών στρατιωτών , επιφορτισμένος με την επίβλεψη αυτών των εργασιών . Τότε υπηρετούσε στο σταθμό σαν << φύλακας διαδρομής >>  ο Νιόνιος , ένας << ωραίος άνθρωπος από το Τζάντε , λάτρης της καντάδας , που με την κιθάρα του τραγουδούσε όταν δεν είχε υπηρεσία , απολαμβάνοντας απέναντι στο κιόσκι του φτωχοκαφενέ , δύο ελιές και ένα ποτήρι κρασί .
Γνωρίζοντας δε καλά την Ιταλική γλώσσα , έπιασες φιλία με έναν Ιταλό υπαξιωματικό , που και αυτός ήταν κανταδόρος και κιθαρωδός .
Έκαναν παρέα , έψηναν στη θράκα τους << μεζέδες >> που αλίευαν πιο κάτω στον Ασωπό και έτρωγαν .
Καβούρια ο Έλληνας και βατραχοπόδαρα ο Ιταλός .
Έβρεχαν τα λαρύγγια τους με ρετσίνα και άρχιζαν τα << Ω Μπέλα μία Νάπολι >> ! του Ιταλού ή το << όταν ο πόλεμος τελειώσει , κάνουμε σχέδια τόσοι και τόσοι >> του Έλληνα . Έτσι με την κιθάρα και το ποτήρι , ο Ιταλός χαλάρωσε , ανοίχτηκε , και εξομολογήθηκε στον Νιόνιο τα αντιφατικά αισθήματα και το μίσος του για τον Μουσολίνι και τον Χίτλερ . Είπε ακόμα στον Νιόνιο , ότι στην Πατρίδα του είχε με τον πατέρα του εργοστάσιο εκρηκτικών μηχανισμών , ναρκών , βομβών , βλημάτων κ.λ.π.
Όταν η Ιταλία έχασε το πόλεμο και συνθηκολόγησε και ο Ιταλικός στρατός κατοχής στην Ελλάδα σκορπίστηκε , πολλοί από αυτούς έχασαν την ζωή τους ο Νιόνιος έκρυψε τον Βιτόριο σε ένα μαντρί στις πλαγιές του Χλεμποτσαρίου . Τον πήγε εκεί και για ένα ειδικό λόγο . Στο φρύδι μιας ρεματιάς μέσα σε θάμνους , είχε εντοπιστεί μία Ιταλική βόμβα , άσκαστη , από αυτές που στον πόλεμο του 1940 τα Ιταλικά αεροπλάνα , βομβαρδίζοντας την χώρας μας , τις έριχναν στο γάμο του καραγκιόζη !
   Και επειδή μια άσκαστη βόμβα ήταν κίνδυνος σε αυτό το πέρασμα ανθρώπων και ζώων , οργανώθηκε επιχείρηση εξουδετέρωσης με αρχιμάστορα τον Βιτόριο και με κατάλληλες προφυλάξεις και << Βιγλάτορες >> στις γύρω  ράχες , για το φόβο των Γερμανών που έκαναν κάθε τόσο  σαφάρι κυνηγώντας τους εφιάλτες τους Έλληνες αντιστασιακούς . Και ο Βιτόριο κατάφερε να απενεργοποιήσει , να αποσυναρμολογήσει , να ξεκοιλιάσει τη φασιστοβόμβα όπως σαρκαστικά εκφράστηκε ο ίδιος για αυτήν . Το κουφάρι της το έκρυψαν , αλλά την γόμωσή της την χρησιμοποίησαν κάνοντας μια δολιοφθορά σε ένα Γερμανικό μεταγωγικό έξω από το λιμάνι της Χαλκίδας . Έβγαλε έτσι το άχτι του ο Βιτόριο , πριν ο Νιόνιος τον φυγαδεύσει στην πατρίδα του .
Αρκετά χρόνια αργότερα μετά την απελευθέρωση , οι ευσεβείς Χλεμποτσαρίτες – Ασωπιώτες , για να εκφράσουν την αγάπη και την λατρεία τους στον προστάτη τους Αι - Λιά , που δεν επέτρεψε να τους πειράξουν οι βόμβες του πολέμου , του αφιέρωσαν ένα πρωτότυπο τάμα .
Πήραν το άχρηστο κουφάρι της βόμβας και με την βοήθεια πρακτικών σιδεράδων , το έκοψαν , το σφυρηλάτησαν , το μαστόρεψαν με υπομονή και μεράκι , πρόσθεσαν και τα απαραίτητα εξαρτήματα , και κατασκεύασαν έτσι μια όμορφη καμπάνα .
Είναι αυτή που βλέπουμε έξω από το γραφικό εξωκλήσι του Προφήτη Ηλία στην κορυφή του όμορφου μικρού βουνού που στους πρόποδές του είναι σκαρφαλωμένο το χωριό της Ασωπίας με τους φιλόξενους , ανήσυχους , και προοδευτικούς κατοίκους .
Έτσι λοιπόν η βόμβα – καμπάνα , αντί του ανατριχιαστικού κρότου της έκρηξης που θα σκόρπιζε τότε το θάνατο και την καταστροφή , στέλνει τώρα , το γλυκό της ήχο , για την εσπερινή εωθινή ακολουθία και μαζί το πανανθρώπινο μήνυμα του θεανθρώπου .

Το κείμενο είναι γραμμένο στην 8η σελίδα και στο 8ο τεύχος της μηνιαίας εφημερίδας ΤΑΝΑΓΡΑΙΑ . gr

 -------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΠΥΛΗΣ .


 Οι φράσεις του είναι γραμμένες ακριβώς όπως τις πρόφερε ο τελευταίος επιζήσαντας Ιωάννης Μιχαλάκης τον Μάη του 2006 σε ηλικία 90 ετών , και δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα ΤΑΝΑΓΡΑΙΑ .gr .
(Στις 16 Οκτωβρίου 1943 , ένας λόχος Γερμανοί ξεκίνησαν από την Ελευσίνα , νύχτα και ήρθαν στο Μοναστήρι Οσίου Μελετίου .
Εκεί ο διοικητής του λόχου έστειλε μια διμοιρία , περίπου 130 – 140 στρατό , με ένα οδηγό προδότη για την Πύλη , μέσα στο δάσος από πεύκα , σε ένα πολύ στενό μονοπάτι , περνούσαν από τις πόρτες .
Οι πόρτες είναι στο βουνό πάστρα .
Εκεί κόβει το βουνό είκοσι περίπου μέτρα , για αυτό και το χωριό από Δερβενοσάλεσι , πήρε το όνομα Πύλη .
Όταν φτάσανε οι Γερμανοί περίπου 3 χιλιόμετρα από τη Πύλη , ήταν σχεδόν 3-4 η ώρα . Κατεβαίνοντας όμως ένα παιδί 18 – 20 ετών ( Ευάγγελος Βλάχος ) τους άκουσε που μιλούσαν ξένη γλώσσα και γύρισε αμέσως τρεχάλα .

Ήρθε στο χωριό και ειδοποίησε τον πολιτικό υπεύθυνο Γεώργιο Παπαϊωάννου ότι έρχονται Γερμανοί . Ο υπεύθυνος του λέει
<< ήσαν Γερμανοί ή μήπως ήταν αντάρτες και σηκώνουμε τζάμπα όλο το χωριό >> :
Γύρισε να βεβαιωθείς και να έρθεις να μας πεις ! .
Γύρισε το παιδί , αλλά οι Γερμανοί , είχαν προχωρήσει από το σημείο που τους άκουσε , νύχτα ήταν , είχαν κατέβει πιο κάτω , τους έπεσε επάνω και τον πιάσανε .
Έξω από το χωριό , δυτικά από εκεί που ερχόντουσαν οι Γερμανοί , ήταν εφτά τσοπαναραίοι , οι περισσότεροι από 18 – 20 ετών , τους οποίους τους έπιασαν και αυτούς . Τα παιδιά ήταν !

1)    Γεώργιος Μαλιάτσης 18 ετών γιος του Στέφα Μαλιάτση .
2)    Σωτήρης Μαλιάτσης 18 ετών γιος του Στάθη Μαλιάτση .
3)    Περικλής και Δημήτρης Λύγκου 18 ετών αδέλφια .
4)    Παύλος Μαλιάτσης 27 ετών αδελφός του Σωτήρη .
5)    Αναστάσιος Τσιρώνης 25 ετών . Από τους έξι συλληφθέντες τους έφυγαν τρεις .
Δημήτρης Λύγκος αδελφός του Περικλή .
Παύλος Μαλιάτσης αδελφός του Σωτήρη .
Αναστάσιος Τσιρώνης .

Όταν βεβαιωθήκαμε ότι ήσαν Γερμανοί , ο υπεύθυνος της μαχητικής ομάδας Στέφας Μαλιάτσης , πατέρας του συλληφθέντα Γιώργου Μαλιάτση μου είπε να οδηγήσω πρώτος την ομάδα , επειδή με ήξερε καλά . Ήμασταν γειτόνοι .
Ονομάζομαι Μιχαλάκης Ιωάννης , τότε ήμουν είκοσι έξι ετών , τώρα ενενήντα και ο μόνος επιζήσας , διότι όλοι όσοι λάβανε μέρος στην μάχη , έχουν φύγει . Από την ομάδα εγώ ήμουν ο μικρότερος .
ΧΑΡΑΜΑΤΑ.
Συγκέντρωση δυτικά από το χωριό , σε ένα μικρό ύψωμα με το όνομα Μάλι -Ραμπντόσα .
Τους Γερμανούς αρχίσαμε να τους βλέπουμε πολύ θαμπά . Ο διοικητής της Γερμανικής διμοιρίας , έστειλε μια ομάδα – περίπου δέκα – να πάνε στο ύψωμα . Εμείς ήμασταν πεντακόσια μέτρα πιο κάτω . Εάν βγαίνανε οι Γερμανοί στο ύψωμα , θα μας σκοτώνανε όλους , αλλά λέει ο Στέφας σε έναν από την μαχητική ομάδα , να πάει στο ύψωμα .
Αυτός ξεκίνησε τρεχάλα , από κοντά πήγε και ένας ηλικιωμένος εξήντα πέντε – εβδομήντα χρονών και του λέει << Γύρισε πίσω >> .
Ο Γεώργιος Νέος μαζί με έναν ηλικιωμένο του Παναή Λύγγκου , πλησίασε 10 μέτρα και περίπου ένα τέταρτο πριν παραδοθούνε , άφησε την τελευταία του πνοή .
Τον είχανε σκοτώσει , ενώ ο Παναής τον πήρε μια σφαίρα στο μάγουλο και του έκοψε την γλώσσα .

Η μάχη τελείωσε , σκοτώθηκε και ένας αντάρτης και ένας ηλικιωμένος ο Αλέξανδρος Κώνστας , πατέρας τεσσάρων παιδιών .
Εγώ πήρα το παιδί του Στέφα μαζί με τον θείο του το βάλαμε πάνω στην κάπα και το πήγαμε στην μανούλα του .
Λιποθύμησε από το κλάμα . Όλους τους νεκρούς τους πήγαμε στην εκκλησία και το πρωί μέσα από τις οβίδες που ήρθαν οι Γερμανοί , χωρίς παπά τους θάψαμε .
Παρέλειψα να γράψω , ότι ο πατέρας μου την ώρα που οπισθοχωρούσαν οι Γερμανοί ήταν στο σπίτι και βγήκε έξω και προχώρησε προς την αυλή και συνάντησε ένα Γερμανό με αυτόματο .
Ο πατέρας μου έκανε να βγάλει το πιστόλι και έβαλε τον Γερμανό μέσα στο σπίτι για να τον κρύψει ώσπου να νυχτώσει . Ήταν τραυματίας στο χέρι και του ζήτησε λίγο νερό .
Έβγαλε από την τσέπη του λεφτά και μια φωτογραφία με δύο μικρά παιδιά .
Του τα έβαλε πάλι στην τσέπη του και πήρε μια φωτογραφική μηχανή που είχε χιαστί στην πλάτη του . Την φωτογραφική μηχανή , την έχω ακόμα για ενθύμιο .
Η μάχη τελείωσε . Οι Γερμανοί παραδόθηκαν . Οι αντάρτες γδύσανε τους σκοτωμένους και τους υπόλοιπους τραυματίες , τους πήρανε και τους πήγανε στην Μαζαρέκα .
Όσοι πήρανε μέρος στην μάχη , ο επιζήσας τώρα είμαι εγώ , διότι όπως είπα παραπάνω ο μικρότερος σε ηλικία ήταν 35 – 40 ετών και τώρα έχουν φύγει .
Εγώ ήμουν 26 ετών τότες και σήμερα 90 .

Τον Στέφα δεν μπορούσαμε να τον παρηγορήσουμε διότι η σφαίρα που έριξε στους Γερμανούς , ίσως πήρε τον γιο του …

Ιωάννης Μιχαλάκης .
Κάτοικος Πύλης Θηβών .  
Διηγημένη προφορικά …
 ------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------


Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΤΑΝΑΓΡΑΣ
( 9- 9- 44)
ΤΟΥ   ΚΩΣΤΑ ΜΠΕΛΕΓΡΑΤΗ

Στην Τανάγρα, μία Γερμανό - Ιταλική δύναμη από 100 άνδρες είναι οχυρωμένη δίπλα στο Χωριό με κύριο έρεισμα ένα μικρό ύψωμα που το έχει οργανώσει με σύστημα . Συρματοπλέγματα, χαρακώμα­τα, πολυβολεία με μυδράλια,  καθώς και ενα βαρύ ταχυβόλο. Για τη νύχτα διαθέτει ένα ισχυρό προβολέα και ελέγχει τα γύρω καί προ παντός τις πλαγιές και τα μονοπάτια, απ ' όπου μπορεί να γίνει προσπέλαση , αλλά και ακόμα εξωτερικές περιπόλους που προσπαθούν να συλ­λάβουν τον παραμικρό θόρυβο ειδοποιώντας τη βάση τους.
Η Εαμική οργάνωση του χωριού γνωρίζει τα βασικά σημεία στή­ριξης του εχθρού, τα δρομολόγια  κίνησής του και γενικά τις συνήθειες του και έχει επαφή με το 1/34 τάγμα του ΕΛΑΣ που εδρεύει σ' από­σταση περίπου 7 χιλιόμετρα από το χωριό.
Ο διοικητής του λοχαγός Αποστόλης Κοκμάδης , από κάποιο παρατηρητήριο με τη βοήθεια της οργάνωσης και χρησιμοποιώντας και τις διόπτρες του, παίρνει μιά γενική εικόνα του στρατοπέδου, των οχυ­ρών του και του γύρω χώρου και κάνει ένα πρόχειρο σχεδιάγραμμα.
Σε δύο-τρείς μέρες, στο διπλανό χωριό το Χλεμποτσάρι σ' ένα εξωκκλήσι, έχει συγκεντρώσει το τάγμα του και εκεί είναι  και η οργάνωση της Τανάγρας με τον εφεδρικό της ΕΛΑΣ καθώς και η ομάδα της Πύλης με τον Στέφα Μαλιάτση (συνολικά, μια δύναμη γύρω στους 350 άνδρες).
Πάνω από ένα σχολικό μαυροπίνακα είναι το σχεδιάγραμμα του οχυρού.
Τα πολυβολεία του και τα φυλάκιά του. Ο Αποστόλης κάνει την περιγραφή τους και αναλύει το σχέδιο της επίθεσης , ενώ ταυτόχρονα , έχοντας μοιράσει το τάγμα σε 7 τμήματα , κάνει κατανομή του ρόλου που θα παίξει το καθένα στην επικείμενη μάχη.

α) Τα δύο πρώτα τμήματα θα στήσουν ενέδρες στους δύο δρό­μους που οδηγούν απο Θήβα στην Τανάγρα και το τρίτο στο δρόμο από Σχηματάρι στην Τανάγρα.
β) Τα άλλα τρία: τμήματα θα πλησιάσουν το οχυρό από Βορρά, Δυσμάς καί Ανατολάς, και γ) το 7ο  τμήμα,  η κύρια δύναμη, με τα πολυβόλα και τους ολμίσκους θα πλησιάσει απο το Νοτιά.
Όλα τα τμήματα έχουν οδηγούς Ταναγραίους που ξέρουν σπιθαμή προς σπιθαμή το έδαφος αφού η επίθεση θα γίνει στο σκοτάδι. Κανένα τμήμα δεν πρέπει να μπει στην πορεία του άλλου, γιατί δεν επιτρέπει o χώρος να ανταλλάξουν παρασύνθημα, αφού ο εχθρός ενεδρεύει και υπάρχει οδυνηρή πείρα από νυκτερινές επιθέσεις που κατέληξαν πολλές φορές να αλληλοσκοτωθούν οι αντάρτες, νομίζοντας πως έχουν απέ­ναντί τους τον εχθρό.
Βραδιάζει . . Τα τμήματα ξεκινούν, με διαφορετικό όμως χρόνο εκκίνησης, ανάλογα με την απόσταση που έχουν να διανύσουν. 
Πάντως στις (11) έντεκα ακριβώς πρέπει να βρίσκονται στο στόχο τους.
Η κύρια δύναμη 70-80 άνδρες με τη διοίκηση μπαίνει στο χωριό από μια πλαγιά παίζοντάς τα όλα για όλα, γιατί δεν την παίρνει ο χρό­νος. Μαζί είναι και ο γιατρός Ιωάννου, που στήνει το σταθμό πρώτων βοηθειών σε κάποιο ακριανό σπίτι.
Η ώρα πλησιάζει 11. Στήνονται τα πολυβόλα και οι ολμίσκοι σε απόσταση 300 μέτρων από το οχυρό και η ομάδα εφόδου έρποντας πλησιάζει να το πλήξει με χειροβομβίδες.
Οι Γερμανοί δεν έχουν αντιληφθεί τίποτα. Τι είχε συμβεί ;
 Απλούστατα, ήταν μια κλασική περίπτωση εγκατάλειψης θέσης .  Το φοβερό παράπτωμα, που το έχουν πληρώσει όλοι οι στρατοί του κόσμου .
  Γιατί την ώρα που διαδραματίζονται τα γεγονότα που ανέφερα πριν, την ώρα που οι αντάρτες σέρνονται, κυριολεκτικά, στο χώμα προσπαθώντας να πλησιάσουν το οχυρό από την άλλη πλευρά μια Ιταλική περίπολος έχει εγκαταλείψει την αποστολή της και κάνει πλιάτσικο σε κάποιο κοτέτσι του χωριού, χωρίς να αντιληφθεί το μπάσιμο ολόκληρης φάλαγγας στο χωριό, ενώ οι μέσα στο οχυρό έχοντας εμπιστοσύνη σε αυτούς, δεν κάνουν τον κόπο να ρίξουν με τον προβολέα τους ούτε μια ματιά στις γύρω πλαγιές.
Ώρα 11, ρίχνεται η συνθηματική φωτοβολίδα και ταυτόχρονα τα πολυβόλα και οι ολμίσκοι αρχίζουν να βάλλουν.
Οι Γερμανοί αιφνιδιάζονται και τα γύρω φυλάκια πέφτουν σχε­δόν απο την πρώτη στιγμή. Όμως, το κύριο έρεισμά τους αντιδρά έντο­να και τα μυδράλια και το ταχυβόλο τους ξερνούν ποτάμι τα τροχιοδε­ικτικά τους.
Και ενώ η μάχη συνεχίζεται έντονη, κατά τη μία η ώρα από το Σχηματάρι φάνηκαν τα φώτα δύο αυτοκινήτων.
Δυνάμεις εχθρικές έρχο­νται να ενισχύσουν τη φρουρά τους.
Έπεσαν όμως στην ενέδρα των Πυλιωτών και το ένα αυτοκίνητο ανατινάχτηκε με νάρκη ενώ οι άνδρες του δευτέρου πιάνουν μάχη με τους Πυλιώτες, που τους υποχρέωσαν όμως να υποχωρήσουν .
Εκεί σκοτώθηκαν δύο Πυλιώτες (ο Αλέκος Γκέλης και ο φοιτητής Πρωτόγερας) και τραυματίστηκε ο Ταναγραίος Αντώνης Παπαστάμου.
Η ώρα είναι 2. Τά  πυρομαχικά μας λιγοσrεύουν και μας είναι δύσκολο να εφοδιαστούμε, γιατί στα μετόπισθεν μας βάλλουν απο το ταχυβόλο. Αν μας πάρει η ημέρα κινδυνεύουμε να πλευροκοπηθούμε από τη Θήβα , να επέμβούν αεροπλάνα ενώ το ταχυβόλο πάντα ελέγχει τα μετό­πισθεν μας . Άλλη λύση δεν υπάρχει , ή υποχώρηση με μεγάλες απώλει­ες ή γιουρούσι μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.
Και ενώ ετοιμαζόμαστε για το γιουρούσι, ένα βλήμα όλμου μας χτυπάει ένα Γερμανικό αντίσκηνο, γεμάτο προφανώς, πυρομαχικά, πήρε φωτιά και έλαμψε ο τόπος σαν μέρα. Τώρα τα πυρά μας συγκεντρώθη­καν στο ταχυβόλο όπου και το εξουδετέρωσαν. Ταυτοχρονα τρέξαμε και με χειρομοβοβίδες υποχρεώσαμε τη φρουρά να παραδοθεί.

Απώλειες μας:   Νεκροί 4,    Τραυματίες 8
Λάφυρα δεκάδες κάρα πυρομαχικά και άλλο υλικό.
Γερμανοί νεκροί πάνω απο 50.
Την άλλη ημέρα οι Γερμανοί σκότωσαν 4 άτομα απο τον άμαχο πληθυσμό .
Από τα 130 σπίτια του χωριού έκαψαν ολοσχερώς τα 5 (πέντε) και μερικώς 28 (είκοσι - οκτώ )

ΣΚΟΤΏΘΗΚΑΝ


1.      .Αθανασάκης Σπύρος
2.      Μπελεγράτης Σπύρος
3.      Νικολάου Χρήστος του Κων/νου
4.      Πρέζας Γεώργιος

Τα σπίτια που έκαψαν οι Γερμανοί ανήκαν στα εξής άτομα .

1)      ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΠΥΡΟΣ
2)      ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΧΡΗΣΤΟΣ
3)      ΔΟΥΣΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
4)      ΑΘΑΝΑΣΑΚΗΣ ΣΠΥΡΟΣ
5)      ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΑΡΙΑ
6)      ΜΠΕΛΕΓΡΑΤΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ
7)      ΜΠΕΛΕΓΡΑΤΗΣ ΣΠΥΡΟΣ
8)      ΜΠΕΛΕΓΡΑΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΣ
9)      ΜΠΕΛΕΓΡΑΤΗΣ ΗΛΙΑΣ
10)  ΑΝΥΦΑΝΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ
11)  ΙΩΑΝΝΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
12)  ΣΙΑΚΑΝΔΑΡΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
13)  ΣΙΑΚΑΝΔΑΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
14)  ΜΠΕΛΕΓΡΑΤΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ( ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ)
15)  ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
16)  ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ
17)  ΔΡΙΧΟΥΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΟΣ
18)  ΜΠΕΛΕΓΡΑΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ( ΚΟΛΙΑΚΗΣ) .
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------


Ματωμένος Ιούλης .

Γράφει ο Θανάσης Χρ. Κυριάκος .

Τον Ιούνη του 44 οι Γερμανοί περπατούσαν σε αναμμένα κάρβουνα της φωτιάς που οι ίδιοι είχαν ανάψει .
Η Ρώμη έπεσε .
Στην Νορμανδία άρχιζε η μεγάλη απόβαση .
Στο Ρωσικό μέτωπο οι Γερμανικές μεραρχίες μη μπορώντας να κρατηθούν μπροστά στο χείμαρρο της Σοβιετικής επίθεσης κατρακυλούσαν προς τα πίσω .
Ο πανικός τους , πήρε τη μορφή εξαγριωμένου ελέφαντα .
Την μορφή αυτής της κτηνωδίας την είχαν με το πάρα πάνω οι Γερμανοί όπως την είχαν και οι ορδές του Τσέκις Χάν .
Το δεύτερο δεκαήμερο του Ιούλη αρχίζει η μεγάλη εξόρμηση στα ανατολικά χωριά της Βοιωτίας .
Η εξόρμηση αυτή έγινε στο πλαίσιο των Γερμανικών επιχειρήσεων που είχαν αναλάβει όλες τις Γερμανικές δυνάμεις ύστερα από σχετική διαταγή της ανωτάτης στρατιωτικής διοίκησης .
Σκοπός των επιχειρήσεων αυτών ήτανε η κατατρομοκράτηση του πληθυσμού της υπαίθρου με εμπρησμούς , λεηλασίες και εκτελέσεις ανύποπτων πολιτών . Με τα μέτρα αυτά η Γερμανική στρατιωτική διοίκηση πίστευε πως τρομοκρατώντας τον υπαίθριο πληθυσμό εξασφάλιζε τα νώτα της και θα μπορούσε να αντιμετωπίσει την απόβαση των συμμάχων που την περίμεναν από καιρό με αγωνία στην Ελλάδα .
Στις 20 του Ιούλη μια σιδερόφρακτη μεραρχία από ανθρωπόμορφα τέρατα της Άριας φυλής του τρίτου Ράϊχ με αφετηρία το Σχηματάρι αρχίζει μια εκκαθαριστική επιχείρηση των περιοχών του Αγίου Θωμά , Κλειδιού με κύριο στόχο τα Δερβενοχώρια .
Οι στρατιώτες αυτής της επιχείρησης που στην μεγάλη πόρπη του ζωστήρα είχαν γραμμένες με μεγάλα γράμματα κατά διαταγή του Χίτλερ τις λέξεις  << ΚΟΤ ΜΙΤ ΟΥΝΣ >> ( Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΑΖΙ ΜΑΣ ) κάνοντας επίδειξη της σκοπευτικής τους ικανότητας τουφέκιζαν ανήλικα τσοπανόπουλα στο πέρασμά τους .
Η είδηση για την εμφάνιση των Ναζί στην περιοχή κυκλοφόρησε σαν αστραπή .
Ο ανδρικός πληθυσμός εγκαταλείπει τα χωριά και τα γυναικόπαιδα κλειδαμπαρώνονται στα σπίτια .
Γερμανοί και Ταγματασφαλίτες λαφυραγωγούν για επτά ημέρες τα χωριά Αγίου Θωμά και Κλειδιού και την έβδομη ημέρα δίνουν εντολή να εκκενωθούν τα σπίτια από τα γυναικόπαιδα.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας ( 26 Ιούλη 44 ) τα σπίτια παραδίδονται θυσία στο θεό της ανθρωποσφαγής και ωμότητας Μωλώχ .
Φλόγες σαν πύρινες γλώσσες ξεπετάγονται από τα σπίτια που καίγονται και μαύρος καπνός σκεπάζει τον καταγάλανο Βοιωτικό ουρανό .
Μήνυμα του θηρίου που βρυχάται πριν ξεψυχήσει .
Τα αποτελέσματα αυτής της επιχείρησης κατά το επταήμερο 20 – 26 Ιούλη του 44 έχουν ως εξής
.
20 ΙΟΥΛΙΟΥ .

Σε μπλόκο στον Αυλώνα Αττικής συλλαμβάνονται είκοσι άτομα και κλείνονται στο κρατητήριο του Γερμανικού Φρουραρχείου .
Ο Γερμανός στρατιωτικός διευθυντής Μίλλερ που υπηρετούσε στον Αυλώνα προσπαθεί με κάθε τρόπο και αποσπά από την μανία των κουκουλοφόρων ταγματασφαλιτών δεκατρείς από τους 20 συλληφθέντες τους οποίους και ελευθερώνει .

Οι επτά κρατούμενοι Αικατερίνης Ιωάννης , Βουγέσης Δημήτριος , Γκίκας Αθανάσιος , Χρόνης Αριστείδης , κάτοικοι Αγίου θωμά ,
 Μιχαλάκης Χρήστος Δερβενοχωρίτης και οι Καγιάρας Νικόλαος και Σιφάκης Ιωάννης μεταφέρονται και κρατούνται στον Άγιο Θωμά .

22 ΙΟΥΛΙΟΥ .
Οι κρατούμενοι οδηγούνται πεζοί , ξυπόλυτοι , νηστικοί  και διψασμένοι στα Δερβενοχώρια όπου και εκτελούνται λίγο πριν από το χωριό Στεφάνη .

24 ΙΟΥΛΙΟΥ .
Στην θέση << Χαλασμό >> της περιοχής κλειδίου κάνοντας επίδειξη της σκοπευτικής τους ικανότητας ντουφεκίζουν και σκοτώνουν τέσσερα άοπλα τσοπανόπουλα που έβοσκαν τα πρόβατά τους στην περιοχή .

Οι εκτελεσθέντες είναι .
Ίσσαρης Παρασκευάς , Κατσιφής Αριστείδης , κάτοικοι Κλειδιού και οι Μητάκης Νώντας , Ραπτοδήμος Αχιλέας , κάτοικοι Σκούρτων .

26    ΙΟΥΛΙΟΥ .
Τα χωριά παραδίδονται στις φλόγες .
Πυρπολήθηκαν .
1)    400  κατοικίες ( 300 Αγίου Θωμά και 100 Κλειδιού  αξίας ……….
2)    Ισάριθμες αποθήκες γεμάτες ζωοτροφές  αξίας ………………….
3)    Ισάριθμοι στάβλοι μικρών ζώων  αξίας …………………………….
4)    Σπόροι για την νέα καλλιεργητική περίοδο  αξίας …………………
5)    Είδη διατροφής των κατοίκων για ένα χρόνο ( σιτάρι , λάδι , κρασί ,
                                               τυρί , αξίας ……………..
6)    Ρουχισμός ( κλινοσκεπάσματα , ένδυσης παραδοσιακές στολές ) , αξίας ……………..
Δεν είναι δυνατόν να γίνει καταγραφή του ρουχισμού . Είναι εύκολο να γίνει κατανοητό πως όταν εγκαταλείπεις το σπίτι κυνηγημένος για να σώσεις τον εαυτό σου και την οικογένειά σου φεύγεις με ότι αυτή την στιγμή έχεις φορεμένο .

7)    Ψυχική οδύνη .
Ποιο το τίμημα :
Επαφίεται στην κρίση των απογόνων της αρίας φυλής του Τρίτου Ράϊχ να καθορίσουν το τίμημα των καταστροφών που προκάλεσαν οι πρόγονοί τους .
Ιούλης μήνας .
Ο χειμώνας πλησιάζει . Η αγωνία για το αύριο στο αποκορύφωμά της . Δεν υπάρχουν στέγη , ρούχα τροφή . Δεν υπάρχει τίποτα εκτός από τραυματισμένες ψυχές .
Δεν υπάρχει τίποτα άλλο παρά μόνο τα διαπιστευτήρια που άφησαν στο πέρασμά τους οι λύκοι του βορρά .
Ερείπια , στάχτες , τάφοι και μια επιγραφή με τις λέξεις .

<< ΑΠΟ ΕΔΩ ΠΕΡΑΣΑΝ ΒΑΡΒΑΡΟΙ ΕΠΙΔΡΟΜΕΙΣ >> .
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

ΣΤΕΦΑΣ   ΜΑΛΛΙΑΤΣΗΣ

ΓΙΕΜΙ - ΕΔΕ - ΝΕΒΕ - ΚΤΟΥ

(είμαστε και εμείς εδώ )

Του Θανάση Κυριάκου


<<Ανάξιος όποιος ξάφνου ακούει
το προσκλητήρι των καιρών
να το φυσάει ή να το κρούει
σάλπιγγα ή τύμπανο . τ’ακούει ,
δεν λέει , Παρών ?>>
Κωστής  Παλαμάς

Βαριά η κληρονομιά που κληρονόμησαν οι Δερβενοχωρίτες από τους προγόνους τους .
Αυτή η γη εδώ ψηλά ανάμεσα σε Πάρνηθα και Κιθαιρώνα δεν έθρεψε Πηλιογούσηδες και Εφιάλτες . Ποδάρι κατακτητών δεν πάτησε τα κακοτράχαλα τούτα μέρη .
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας μια φορά το χρόνο  ο καπετάνιος των Δερβενοχωρίων κατέβαινε στην Θήβα , για να δώσει το φόρο της χρονιάς στον Τούρκο Πασά .
Και όπως αναφέρει η παράδοση , το πουγκί με τα γρόσια τα κρέμαγε στην μύτη του γιαταγανιού του σε ένδειξη παλικαριάς και ανυποταγής . Το ζύγωνε στα μούτρα του Πασά και τον ρωτούσε ξεκάθαρα .
-         Τα Δερβενοχώρια κρατούν την μπέσα τους , το Δοβλέτι τη κρατεί ;
-         Και ο Πασάς , φυσικά απαντούσε  << Ναι >> .    
Άπλωνε το χέρι του , ξεκρέμαγε από το γιαταγάνι το μεταξωτό μαντήλι με τα 100 γρόσια λέγοντας <<άφεριμ >> .
Ο ξένος Εφιάλτης που πέρασε από την Πύλη στις 15 Οκτώβρη 1943 και είδε το καραβάνι με τα μουλάρια φορτωμένα με 500 τουφέκια και άλλο πολεμικό υλικό να ξεφορτώνεται στην αποθήκη της εθνικής αντίστασης δεν γνώριζε ιστορία .
Ο καταδότης έκτιζε την δική του ιστορία .
Έκανε την ατιμία λάβαρο .
Δεν ήξερε πως οι Πυλιώτες μεγάλωσαν σε ένα χωριό που κάθε πέτρα και κλαδί εδώ επάνω στα Δερβενοχωρίτικα χώματα μολογάει για θρύλους , για ηρωισμούς , για λευτεριά και ορκίζονται να κρατούν την περιοχή τους ελεύθερη από τους βαρβάρους επιδρομείς .
Οι πληροφορίες που πήραν οι Ναζήδες από τον συνεργάτη τους για το πολεμικό υλικό που ξεφορτώθηκε στην πύλη εξυπηρετούσε τα σχέδια τους για το ξεκαθάρισμα της εθνικής αντίστασης .
Ένας λόχος με δύναμη 142 άριστα εξοπλισμένα ανθρωπόμορφα τέρατα ανηφορίζουν την Πάστρα και νύκτα περνάνε τις << Πόρτες >> για να κάψουν το χωριό Πύλη .
Ένα τσοπανόπουλο ο περικλής Λύγκος λούφαξε στην στρέχα της καλύβας βλέποντας τους Γερμανούς να βαδίζουν με αργό και σίγουρο βηματισμό προς το χωριό .
Δεν είχε ξαναδεί Γερμανούς , του φάνηκαν σαν φαντάσματα μέσα στην νύκτα . Δεν έκανε καμία κίνηση , τους άφησε να περάσουν .
Η φάλαγγα είχε κάμποσο απομακρυνθεί όταν συνήλθε .
<< Κάτι πρέπει να κάνω >> σκέφτηκε , αυτοί θα κάψουν το χωριό θα σκοτώσουν τους κατοίκους .
Η άγρια αυτή σκηνή χοροπηδούσε μπροστά στα μάτια του απίστευτη ,  απίστευτα ζωντανή .
Και έφυγε , έκοψε δρόμο , έβαλε φτερά στα πόδια του δείχνοντας μια βαθιά περιφρόνηση στις μυτερές πέτρες και στα πουρνάγκαθα , μπήκε στο χωριό και άρχισε να φωνάζει .

-         Ίκενει βίιν Γερμανότ (φύγετε έρχονται Γερμανοί ) .

-         Έφτασε στο σπίτι του Στέφα και άρχισε να κτυπάει την πόρτα φωνάζοντας με όσες δυνάμεις του είχαν απομείνει .
-         Στέφ , Στέφ Βίιν Γερμανότ (Στέφα , Στέφα έρχονται Γερμανοί ) .
Στην πόρτα φάνηκε ο Στέφας αγουροξυπνημένος , τα μάτια του γυάλιζαν παράξενα ,  σχεδόν αγριεμένα .
Έγειρε το κεφάλι του αριστεροδεξιά για να διακρίνει μέσα στο μισοσκόταδο τον απρόσμενο μεταμεσονύκτιο επισκέπτη και ρώτησε .

-         Τσ Θέρετ ρε ; Κούς βιέν ; ( Τι φωνάζεις ρε ; Ποιος έρχεται ; )
-         Γερμανότ … βίιν Γερμανότ …  ( Γερμανοί … έρχονται Γερμανοί )
-         Γκά κού Βίιν ; (Από πού έρχονται ) .
-         - Γκά Πάστρα γκίτεν γκά πρόϊ (Από την Πάστρα ανεβαίνουν το ρέμα ) .

Το αναπάντεχο νέο διαδόθηκε σαν αστραπή μέσα στο χωριό .
Το απαίσιο μήνυμα , μήνυμα θανάτου και απελπισίας κυριάρχησε παντού , Βίιν Γερμανότ ( έρχονται Γερμανοί ) .
Σιγά – σιγά άρχισαν να συγκεντρώνονται οι κάτοικοι του χωριού ατού Στέφα την αυλή και ένα ερώτημα πλανιέται στα πρόσωπα όλων .
-         Τσ μπένεμ νάνι ; Ντο ντιέγκεν κατούντιν Γερμανότ , ντό βράσεν ντιέλτ .
-         ( Τι γίνεται τώρα ; Θα κάψουν το χωριό οι Γερμανοί , θα σκοτώσουν τα παιδιά ) .
Ο Στέφας έδωσε την απάντηση στο βουβό αυτό ερώτημα .

-        ΓΙΕΜΙ ΕΔΕ ΝΕΒΕ ΚΤΟΥ .

-         Μώς νιέ νούκ ντό χίιν νε κατούντ γκά ατά .

-          
( ΕΙΜΑΣΤΕ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΕΔΩ , ούτε ένας δεν θα μπει στο χωριό από αυτούς ) .

Μπήκε μια στιγμή στο σπίτι και βγήκε με ένα μαύρο κοντογούνι στην πλάτη του και ένα όπλο στο χέρι .
Ένει πασόε ( Ελάτε μαζί μου ) είπε στους συγκεντρωμένους κατοίκους .
Με βήμα αποφασιστικό ο έφεδρος Λοχίας Στέφας Μαλλιάτσης έφτασε στην αποθήκη με τα όπλα , που είχαν μεταφερθεί την προηγούμενη μέρα στο χωριό .
Έσπασε την πόρτα της αποθήκης .
Εκατό χοντρόπετσα ροζιασμένα από την σκληρή βουνίσια ζωή χέρια οπλίστηκαν με λιανοτούφεκα και ένα οπλοπολυβόλο που αυτή την κρίσιμη στιγμή προσπαθούσαν να μάθουν τον χειρισμό του .
Οι εκατό οπλισμένοι Πυλιώτες αφού χωρίστηκαν σε ομάδες ξεκίνησαν για τα ταμπούρια με εντολή κανείς να μην ρίξει πριν τον Στέφα .
          Το χωριό άδειαζε από τα γυναικόπαιδα και τους γέρους .
Έχει αρχίσει να χαράζει . Ξημέρωνε η 16η Οκτωβρίου 1943 , οι Γερμανοί διακρίνονται τώρα καθαρά ακροβολισμένοι βαδίζουν προς το χωριό , προς την ανοικτή αγκαλιά του αθέατου αντιπάλου .
          Προχωρούν με σιγουριά έχοντας μπροστά από την φάλαγγα δύο τσοπανόπουλα τον Γιώργο και τον Σωτήρη γιός και ανιψιός του Στέφα , που τους έχουν πάρει από τα μαντριά .
Την ίδια ατιμία έκαναν πάντα .
Τους έλειπε η αληθινή στρατιωτική και ανθρώπινη λεπτότητα που οπλίζει τον άνθρωπο με ολύμπια αταραξία και τον κάνει συνειδητό όργανο ενός ιδανικού .
Οι Πυλιώτες αγωνιούν , ταράζονται .
Τι θα κάνει ο Στέφας ; Θα κτυπήσει ;
Οι Γερμανοί πλησιάζουν και το σύνθημα δεν έχει ακόμα δοθεί .
Η στιγμή κρίσιμη ο γιός του μπροστάρης .
Έρποντας μέσα από τα βράχια ένας Πυλιώτης έφτασε στο ταμπούρι του Στέφα , και του είπε .
<< Φύγε είσαι πατέρας θα τα καταφέρουμε μόνοι μας >> .
Αγρίεψε , τα μάτια του πέταξαν φλόγες , η ανάσα του έβραζε .
Το αρβανίτικο φιλότιμο , το χρέος στην πατρίδα και το χωριό του που αυτή την κρίσιμη στιγμή εμπιστεύθηκε την τύχη στα χέρια του , δεν του επέτρεπαν να κιοτεύσει .
Κιότης ;  Ποτέ ?
Σηκώνει το ντουφέκι , σημαδεύει και τραβάει την σκανδάλη .
Πρώτος νεκρός ο Πρωτογιός του .
Την ίδια στιγμή εκατό Πυλιώτικα λιανοτούφεκα ξερνούν φωτιά .
Οι Γερμανοί αιφνιδιάστηκαν , συνήλθαν όμως γρήγορα , πιάνουν θέσεις , στήνουν τα μυδράλια που αρχίζουν να κροταλίζουν .
Δημιουργείται μία κόλαση φωτιάς .
Ο τόπος έπηξε από Γερμανικά πτώματα .
Οι Πυλιώτες κατόρθωσαν να καθηλώσουν τον  Γερμανικό λόχο .
Η μάχη κράτησε ως το σούρουπο , οι διαλεχτοί της άγριας φυλής του τρίτου Ράϊχ εξαντλημένοι από την πολύωρη μάχη με λιγοστά πια πυρομαχικά , διψασμένοι και καταματωμένοι σήκωσαν λευκή σημαία .
Ερείπια ψυχικά και σωματικά 42 φαντάροι και ένας δεκανέας από τα επίλεκτα σώματα των SS με τον τρόμο ζωγραφισμένο στα πρόσωπά τους παραδόθηκαν στους υπερασπιστές της Δερβενοχωρίτικης γης .
Την ώρα που αυτά τα ράκη παρήλαναν μπροστά από τον Αρβανίτικης καταγωγής Συνταγματάρχη Γιώργο Ρήγο Διοικητή του 34ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ , ένας πατέρας , ο τραγικός πατέρας Στέφας Μαλλιάτσης , στο πεδίο της μάχης , ανάμεσα στα γερμανικά πτώματα , θα βρει το παιδί του.

Το πήρε στην αγκαλιά του και τρεκλίζοντας σαν μεθυσμένος θα το παραδώσει στην άμοιρη μάννα .
Ύστερα από 36 ολόκληρα χρόνια η πατρίδα θυμήθηκε και έστησε στο πεδίο της μάχης κάποιο μνημείο και έτσι ο μεγάλος αιμοδότης της μάχης, ο ήρωας Στέφας Μαλλιάτσης λίγους μόνο μήνες πριν το θάνατό του
 (7- Ιουνίου 1978  ) θα διαβάσει συλλαβιστά την ένδειξη που είναι γραμμένη στην μαρμάρινη πλάκα .

ΣΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΟΙ ΠΥΛΙΩΤΕΣ

ΠΟΛΕΜΩΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ ΓΡΑΨΑΝ ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΙΟ ΕΝΔΟΞΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ (1940 – 1941 )

ΣΤΙΣ 16 – 10 – 1943 ΣΥΣΣΩΜΟΙ ΟΙ ΠΥΛΙΩΤΕΣ ΜΕ ΕΠΙΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟ ΣΤΕΦΑ ΜΑΛΛΙΑΤΣΗ ΕΞΟΝΤΩΣΑΝ ΕΝΑ ΣΙΔΗΡΟΦΡΑΓΜΑ ΛΟΧΟ ΤΗΣ ΒΕΡΜΑΧΤ ΠΟΥ ΕΡΧΟΝΤΑΝ ΝΑ ΚΑΨΕΙ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ .
  • ΝΕΚΡΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ .         100
  • ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ                     42

ΠΥΛΙΩΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΕΣΑΝ ΣΤΗ ΜΑΧΗ

  • ΝΕΟΣ  ΓΙΩΡΓΟΣ                             ΕΤΩΝ 18
  • ΚΩΝΣΤΑΣ   ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ          ΕΤΩΝ 50
  • ΣΤΑΜΑΤΗΣ    ΓΙΩΡΓΟΣ                ΕΤΩΝ 70 
  • ΕΚΤΟΡΑΣ                                        ΕΤΩΝ 25
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΟΠΛΟΥΣ ΠΟΥ ΕΠΙΑΣΑΝ ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΑΝ ΣΤΗ ΜΑΧΗ ΣΑΝ ΑΣΠΙΔΑ ΕΠΕΣΑΝ
  • ΜΑΛΛΙΑΤΣΗΣ ΓΙΩΡΓΟΣ (ΓΙΟΣ ΑΡΧΗΓΟΥ) ΕΤΩΝ 18
  • ΜΑΛΛΙΑΤΣΗΣ ΣΩΤΗΡΗΣ                                ΕΤΩΝ 20
  • ΛΥΓΚΟΣ ΠΕΡΙΚΛΗΣ                                        ΕΤΩΝ 18
  • ΒΛΑΧΟΣ   ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ                                  ΕΤΩΝ 18
  • ΝΤΑΡΔΑΣ ΝΩΝΤΑΣ                                         ΕΤΩΝ 53
  •  ΠΥΛΙΩΤΕΣ ΠΟΥ ΔΟΛΟΦΟΝΗΘΗΚΑΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ  ΝΑΖΙ ΣΤΑ ΣΠΙΤΙΑ ΤΟΥΣ
  • ΓΚΕΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ                             ΕΤΩΝ 75
  • ΚΟΛΙΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ (ΑΝΑΠΗΡΟΣ)       ΕΤΩΝ 44
  •  ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ             ΕΤΩΝ 70
  • ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ  ΓΕΩΡΓΙΟΣ               ΕΤΩΝ 70
  • ΣΤΥΛΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ  ΑΣΗΜΩ              ΕΤΩΝ 70

ΤΟΥ  ΘΑΝΑΣΗ ΚΥΡΙΑΚΟΥ 

Η ηρωική αντίσταση των σεμνών αλλά γενναίων κατοίκων της Πύλης και η ωραία στάση του αρχηγού τους Στέφα , ενέπνευσε στο μεγάλο φίλο του ΕΛΑΣ Αιμίλιο Βεάκη ένα εποικολυρικό ποίημα με τον τίτλο << Δερβενοχώρια >> .

………………………………………..
<<Προσοχή >> κράζει ο Στέφας <<Κανένας
δεν θα βαρέσει πριν από μένα ,
και γω δεν θα ρίξω αν δεν φτάσουν
στου δρόμου το λόξευμα , κάτου ,
εκεί πουν η αγριλιά , στο χαντάκι .
Τώρα ασάλευτο ? Μη δίνετε στόχο ? >>

Ξαφνικά της στημένης παγάνας
Οι καρδιές σταματάνε .
Σύγκρυο νιώθουν κι ανατριχιάζουν
Λες και χούφτιασαν φίδι .

Στων Ναζίδων τη φάλαγγα που όλο ζυγώνει
προπορεύονται τρία Πυλιώτικα αγόρια ,
δυό ορφανά κι από μάνα κι από πατέρα ,
μπιστικοί , που δουλεύουν στα πράϊτα ,
και στη μέση απ’ τα δυό πιο μεγάλο ,
το μονάκριβο αγόρι του Στέφα .
Καθώς φύλαγαν τα γιδοπρόβατα πέρα
οι Γερμανοί τα τσάκωσαν
και τα βάλανε μπρός για οδηγούς και γι’ ασπίδα .

Απ’ τη θέση τους όσοι μπορούσαν
ν’ αντικρύσουν  το Στέφα
τον τηράνε , γιομάτοι αγωνία ,
απορώντας να ιδούν τι θα κάνει ,

Με τα μάτια του ορθάνοιχτα ,
Τεντωμένα από φρίκη .
Το παιδί του θωρεί , σαστισμένος για λίγο .
Σκύφτει κάτου στερνά το κεφάλι
Και τα φρύδια σουφρώνει ,
Λες και μάλωμα στήνει με την καρδιά του .
Μα η φάλαγγα ως τόσο ζυγώνει .

Το παιδί προχωρεί μ’ άστατο βήμα ,
Κι όλο κάνει ως να θέλει το κεφάλι να στρέψει
Να δει πίσω , που τον ακολουθάει
Γερμανός βαθμοφόρος , με πιστόλι στο χέρι .
Και τα δυό φορτηγά κι αυτά το ίδιο
άλλοι δυό Γερμανοί τα’ χουν μπρός τους ,
κι από πίσω βαδίζει
μ’ ασφαλισμένης πορείας αργό βήμα
τα μυδράλια , τους όλμους και τα πολυβόλα
κουβαλώντας ο λόχος .
Προχωρούνε στο λόξευμα φτάνουν του δρόμου
κι είναι βήματα πια που τους χωρίζουν
απ’ την αγριλιά στο  χαντάκι .

Πλευρισμένος στο Στέφα , τον σκουντά ο μπάρμπα –Γιώργης
<<Στέφα , πές . Τι θα κάνουμε , . πες? Νιώρα , Νιώρα? >>
Τι να γίνεται τάχα στην ψυχή του Πατέρα ;
Ποιος μπορεί τη φουρτούνα να νοιώσει
Που τα στήθια του σκίζει ; Κανένας ?
Γιατί ψύχραιμα , δες , χωρίς βιάση , λες γιομάτος γαλήνη, σιωπηλά το ντουφέκι σηκώνει ,
σταθερά σημαδεύει και ρίχνει ?
Να ? Το σύνθημα το’ δωσε ?
Να ? Το σύνθημα το’ δωσε ? Αυτό ήταν .
Τι άλλο χρέος μπορούν τώρα πια να ζητήσουν ;


Ομαδόν τα πυρά κι απ’ τις τρείς τις ομάδες
Κι απ’ τις γύρω κορφές άγρια μουγκρίζει .
Μοιάζει το βρήκε στο πέλαο μανιασμένος κυκλώνας .

………………………………………………………….

Μεσ’ το σούρουπο τώρα που απλώνετ’ αγάλια
Να σκεπάσει σαν πέπλος γαλήνης και λήθης
Ζωντανούς και νεκρούς , δώθε κείθε πλανιέται
Βουβά και στα πτώματα γέρνει ένας άνδρας .
Στέκει ξάφνου και αργά γονατίζει .
Απ’ το χώμα σηκώνει ένα νιό παλικάρι .
Μέσα σ’ αίμα πηχτό τα φτωχά του σκουτιά του .
Με σβησμένη τη φλόγα της ζωής , τα ματάκια
μνέσκουν έτσι ανοιχτά , ξαφνιασμένα ,
<< συ πατέρα με σκότωσες ; >> σαν να ρωτάνε .
Το ρώτημα λες κι αφουγκριέται ο πατέρας .
Σκύβει ακόμα κοντά του , μάτια με μάτια ,
Σιγαλά κι έτσι απλά του απαντάει .
<< Ναι παιδί μου , για την πατρίδα ? >>

------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
ΑΝΑΦΟΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΗΣ ΤΑΝΑΓΡΑΣ .

ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΜΙΧΑΛΑΚΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΥΛΗ


Το έτος 1944 εις το χωριό Τανάγρα , ήταν μια μικρή δύναμη Γερμανών . Αυτοί ήταν εμπόδιο στους αντάρτες να επικοινωνήσουν με την Εύβοια και ήθελαν να την εξουδετερώσουν .
Στις 5 Σεπτεμβρίου λοιπόν ειδοποίησαν τον ομαδάρχη Στέφα Μαλιάτση , να πάρει την ομάδα και να πάει στην Ασωπία νοτιοανατολικά του χωριού .
Εκεί θα γινόταν η συγκέντρωση . Εμείς με τον Στέφα πήγαμε πιο γρήγορα .
Ήρθαν οι αντάρτες και το τάγμα του Κρόνου που ήταν στην Ραμπντόσα . Έγινε η συγκέντρωση και το απόγευμα αργά ξεκινήσαμε , όχι από το δημόσιο δρόμο , αλλά μέσα από τις ελιές και τα χωράφια .
 Φτάσαμε όταν βράδιασε έξω από την Τανάγρα .
 Ο Κρόνος είπε στον Στέφα να πάρει την ομάδα και δύο αντάρτες ειδικούς για τις νάρκες .
 Είχαν 4 νάρκες , δύο μεγάλες ίσα με ένα πιάτο πλακωτές και άλλες δύο στρογγυλές ίσα με ένα κυδώνι και πήγαμε έξω από το χωριό δύο χιλιόμετρα περίπου να τις τοποθετήσουμε στο δρόμο .
Εκεί που βάλαμε τις νάρκες , είχαν κατά μήκος του δρόμου πέτρες πολλές , δεν ξέρω τι θα κτίζανε .
Ξέχασα να γράψω , ότι στην Ασωπία ήταν μία οικογένεια από την Πύλη .
Με το κάψιμο του χωριού της Πύλης έφυγαν χωρικοί για τα γύρω χωριά Ασωπία , Καλλιθέα , Νιχωράκι .
Έγινε απαγορευμένη ζώνη . Όταν ξεκινήσαμε από την Ασωπία , ήρθε κοντά μας και ο Αλέξανδρος Γκέλης . 
Όταν λοιπόν οι δύο αντάρτες τοποθέτησαν τις νάρκες , η μάχη άρχισε στο χωριό με πολυβόλα , και όλμους . Στη συνέχεια εμείς απομακρυνθήκαμε διακόσια μέτρα περίπου ανατολικά του δρόμου .
Ο Αλέκος Γκέλης μου είπε εμένα , έλα εδώ στις πέτρες να κάνουμε φυλάχτρα . Εγώ αρνήθηκα και του είπα << Έλα και εσύ από εδώ , αφού όλη η ομάδα είναι  από εδώ , τι κάθεσαι δέκα μέτρα από τις νάρκες :
Του το είπα του Στέφα και τον φωνάξαμε πάλι . Δεν ήρθε . Η μάχη εξακολουθούσε . Σε λίγα λεπτά , είδαμε τα αυτοκίνητα των Γερμανών να έρχονται .
 Έρχονταν με μικρά φώτα και χωρίς θόρυβο . Εμείς οπλίσαμε . Ο ένας αντάρτης είχε αυτόματο . Μόλις ήρθαν και πάτησαν στις νάρκες , έγινε μια λάμψη και ακούστηκαν φωνές . Αμέσως βγάλαμε τα όπλα και το αυτόματο ο αντάρτης . ΟΙ Γερμανοί ρίξανε μία φωτοβολίδα που έκανε πέντε λεπτά να πέσει κάτω . Ώσπου να ρίξουνε την δεύτερη φωτοβολίδα συρθήκαμε στο έδαφος και απομακρυνθήκαμε .
Τον Αλέκο Γκέλη τον σκότωσαν αμέσως . Τα αυτοκίνητα των Γερμανών γύρισαν πίσω . Όταν συναντήσαμε τους υπόλοιπους αντάρτες , τους είπαμε για τον σκοτωμένο .
Πήγαμε , τον πήραμε και όταν ξημέρωσε τον κηδέψαμε στην Ασωπία . Όλη την νύχτα κουβαλάγαμε τα πυρομαχικά  με τα αυτοκίνητα , και με τα ζώα από την Καλλιθέα και την Ασωπία . Πήραμε και ένα ταχυβόλο πάνω σε τροχούς το οποίο είχε μακριά κάνη .
Τον Μελέτη τον Γκίνη που έχασε το μάτι του , τον χτύπησε λαμαρίνα από χειροβομβίδα που έσκασε κοντά του . Το ταχυβόλο το τραβήξαμε πίσω από ένα αυτοκίνητο και το πήγαμε στην Δαφνούλα .

Μετά από εδώ τελείωσαν οι μάχες με τους Γερμανούς . 

Κείμενο παρμένο από το ένατο τεύχος τη τοπικής εφημερίδας ΤΑΝΑΓΡΑΙΑ gr
 
 -------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

ΤΟ ΑΗΔΟΝΙ ΤΗΣ ΛΙΑΤΑΝΗΣ

Στις  8  Σεπτέβρη 1943, στη Λιάτανη είχαν πανηγύρι. Γιόρταζαν το <<Γενέσιον της Θεοτόκου>>, όπως αναφέρει και το ημερολόγιο.
Οι Λιαταναίοι μας κάλεσαν στη γιορτή τους. Πήγαμε. Μαζί με τον
1ο λόχο, που είχε 85 άνδρες , ήρθε και η διοίκηση του υπαρχηγείου Αττικής (Λακιώτης , Θεοχάρης , Γαβριώτης ) , που στο μεταξύ είχε μετονομαστεί σε 1ο  Τάγμα και εκείνες τις ημέρες βρισκόταν στη Μαζαρέκα.
Μετά τη λειτουργία ο κόσμος ξεχύθηκε στους δρόμους του χωριού οι πιο πολλοί πλημμύρισαν την πλατεία. Εμείς συνταγμένοι τραγουδήσαμε τα αντάρτικα τραγούδια μας , σκόρπισαν μετά οι αντάρτες , άρχισαν τα κεράσματα , φτιάχτηκε σιγά-σιγά το κέφι , στήθηκε και ο χορός . Τότε με πλησιάζουν μερικοί Λιαταναίοι .
Αλέξανδρε, αν είχαμε τον Παπαδημητρίου με το κλαρίνο του , τότε θα έβλεπες γλέντι και χορό .
Και ποιος είναι αυτός ο Παπαδημητρίου ; Γιατί δεν πάτε να τον φέρετε;
Α , τόσο εύκολο το έχεις εσύ ;
Ο Παπαδημητρίου ήτανε το καλλίτερο κλαρίνο της  Αττικής και της Βοιωτίας . Από την Αθήνα κατέβαιναν με αμάξια να τον πάρουν να παίξει σε πλούσιους γάμους . Αν εσύ τον καταφέρεις να έρθει θα αξίζεις πολλά . Τώρα αυτός έχει το πιο μεγάλο μαγαζί εδώ στην Λιάτανη και μόνο  για το κέφι του παίζει πιά .
Ρώτησα που είναι το μαγαζί του Παπαδημητρίου και μου το έδειξαν . Μπαίνω μέσα και βλέπω ένα παντοπωλείο του παλαιού εκείνου τύπου που είχε από χασέδες, ελαιοχρώματα και χρώματα για βαφές υφασμάτων, πρόκες , σαρδέλες , ελιές και ρακί  Στον μπάγκο καθόταν ένας βαρύς στην όψη , ηλικιωμένος άνθρωπος .
Καλημέρα , λέω πρόσχαρα, μόλις μπήκα μέσα στο μαγαζί.
Καλημέρα , μου απάντησε μονοκόμματα..
Είμαι περαστικός από το χωριό σας και δίψασα .Μπορώ να πιω ένα ρακί;
Μπράβο , λέει , για αυτό το έχουμε το μαγαζί . Μάλιστα να μου επιτρέψεις  να σε κεράσω……..
Όχι συναγωνιστή , σε πρόλαβα , θα κεράσω εγώ και το δικό σου , αν καταδέχεσαι να μου κάνεις παρέα να μην το πιω μόνος μου, σαν αγωγιάτης.
Καλός είσαι εσύ , λέει  ο Παπαδημητρίου , κοιτάζοντάς με από επάνω έως κάτω ερευνητικά, έτσι που το φέρνεις δεν μπορώ να σου πω όχι. Και φέρνει τα δύο ρακιά  με το σχετικό μεζεδάκι.
Τσουγκρίσαμε τα ποτήρια , είπαμε <<καλή λευτεριά >>. Του ζητάω να μάθω με ποιόν έχω την τιμή να κάνω παρέα .
Παπαδημητρίου ,συστήνετε , του λόγου σου ;
--ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ .
Έπειτα  από μισή ντουζίνα ρακιά που κατεβάσαμε, άλλαξε η ατμόσφαιρα άναψε η συζήτηση γύρω από τον αγώνα . Εγώ όλο και του το έφερνα , πως ο κάθε ένας , εκεί που ευρίσκεται, εμείς με το όπλο στο χέρι, εκείνος μέσα στο χωριό του, μπορεί όταν πραγματικά το θέλει και το πιστεύει , να προσφέρει ότι του επιτρέπουν οι δυνάμεις του….
Να  κάνει το καθήκον του…….
Ήθελα  να τον κάνω να καταλάβει πως , κατά την γνώμη μου εκείνος δεν πρόσφερε και δεν έκανε τίποτα για τον αγώνα.  
Ώσπου κάποια στιγμή βοήθησε το ρακί , μου λέει τσαντισμένος .
Πες μου συναγωνιστή Αλέξανδρε , και εάν δεν το κάνω να με φτύσεις .
Αυτό ζήταγα και εγώ , και του λέω.
Αυτή την ώρα εμείς τα πίνουμε εδώ , και στο χωριό αυτή την στιγμή βρίσκονται 100  αντάρτες .Αυτά τα παιδιά που λείπουν καιρό από τα  σπίτια τους , έχουν μια ευκαιρία  σήμερα που τα παιδιά  που λείπουν καιρό από τα σπίτια τους , έχουν μια ευκαιρία  σήμερα που γιορτάζει το χωριό σας , να  χορέψουν , να τραγουδήσουν , να ξανοίξει η καρδιά τους.
Και ποιος τους εμποδίζει να χορέψουν όσο θέλουν ;
Μα , γάμος δίχως όργανα γίνεται Παπαδημητρίου;
Πανηγύρι δίχως κλαρίνα και βιολιά ;  
Στο χέρι σου είναι να προσφέρεις αυτή την χαρά σε εμάς που είμαστε φιλοξενούμενοι  και στους συγχωριανούς σου που πετάει και αυτών η καρδούλα τους .
Με αγκαλιάζει ο Παπαδημητρίου ενθουσιασμένος και συγκινημένος .
Μου την έφερες τόσο όμορφα , που δεν μπορώ να αρνηθώ . Καρτέρα και έφτασα .
Κατέβηκε σε λίγο με το κλαρίνο του , έκλεισε το μαγαζί και  σε δύο λεπτά φθάσαμε στην πλατεία .Χάλασε ο κόσμος από το γλέντι και τον ενθουσιασμό και οι Λιαταναίοι λέγανε .
Χρόνια  είχαμε να ακούσουμε τον Παπαδημητρίου , το Αηδόνι του χωριού μας , σε πανηγύρι .
Το πανηγύρι συνεχίστηκε μετά λίγες ημέρες στον Άγιο Αθανάσιο , μια ερημοκκλησιά , λίγο πιο ψηλά από την Λιάτανη .Εκεί καλεσμένη από τους κατοίκους του χωριού , κατέβηκε η διοίκηση του  1/34 Τάγμα  με τον 1ο  λόχο, στον οποίο ήμουν πολιτικός υπεύθυνος .
Ήταν μια πολύ όμορφη ημέρα , χαρά θεού, που λένε. Στρώσανε οι Λιαταναίοι καταγής τις κουβέρτες τους , απλώσανε επάνω τα φαγιά τους, και τα κρασιά τους , και κάθε οικογένεια κάλεσε από δύο –τρεις αντάρτες στο τραπέζι της .Εμένα με φώναξε κοντά του ο Παπαδημητρίου που ήμασταν πια  φίλοι .
Αυτή την ημέρα δεν χρειάστηκε να του το ζητήσει κανείς να κελαϊδήσει . Μόλις ήρθε στα κέφια , έπιασε με το κλαρίνο του τραπεζιού , και τα πουλιά σταμάτησαν για να ακούσουν και εκείνα ….
Σε λίγο , όταν είχαμε πια φάει και πιει , ήρθε αυθόρμητα η διάθεση για χορό . Έπιασε και πάλι ο Παπαδημητρίου το κλαρίνο, σηκώθηκαν αντάρτες και Λιαταναίοι με τις τσούπρες τους και μπήκαν στο χορό .Σε μια στιγμή λέει ο Θεοχάρης στον Παπαδημητρίου .
Μπορείς να μας παίξεις την Ιτιά ;
Μπράβο του απαντά , και αρχίζει……
Φτερά κάνουν τα πόδια του Σεγδιτσιώτη Καπετάνιου, συνεπαρμένου από τις τρίλιες του κλαρίνου. Ήταν σπουδαίος χορευτής ο Θεοχάρης. Χόρευε στις μύτες των τσαρουχιών οι φτέρνες του δεν άγγιζαν τη γη. Πάνω στον ενθουσιασμό μου, τραβάω το περίστροφο και αδειάζω και τις έξι σφαίρες. Ακολουθεί δεύτερος  ο Θεοχάρης και το βροντάει και εκείνος . Και τότε, πριν προλάβει κανείς τους να τους σταματήσει, αρχίζουν να ρίχνουν όλοι οι αντάρτες, και αντιλαλήσαν τα βουνά………
Δύο-τρεις ημέρες αργότερα , μάθαμε πως οι Γερμανοί στην Θήβα – Σχηματάρι – Κακοσάλεσι – Μαλακάσα – ακούγοντας τους πυροβολισμούς ανησύχησαν , νομίζοντας πως κάποιο δικό τους τμήμα πιάστηκε σε μάχη με τους αντάρτες . Επειδή όμως καμιά πληροφορία , σχετική , δεν μπόρεσαν να πάρουν από πουθενά , περιχαρακώθηκαν στις θέσεις τους και περίμεναν .

Την επομένη στο σκαμνί ο Αλέξανδρος .

Κατά καλή μου τύχη , όμως , ο αμέσως μετά από εμένα που το βρόντηξε ήταν ο καπετάνιος του τάγματος . Μα μήπως είχε μείνει και κανένας που δεν έριξε …;
Και εγώ απολογούμενος επικαλέστηκα τα λόγια του Χριστού …………

<<… ο αναμάρτητος   υμών πρώτος τον λίθο βαλέτω …..>>
και απαλλάχτηκα  παμψηφεί…………….     

απόσπασμα από το βιβλίο μεταξύ μας-εικόνες από την αντίσταση 1941-1944 Νίκου Παπανικολάου (Αλέξανδρος)
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------

ΧΛΕΜΠΟΤΣΑΡΙ
Του Νίκου Παπανικολάου
<<Αλέξανδρος>>
Από τα τέλη του Σεπτέμβρη έως το πρώτο δεκαήμερο του Οκτώβρη του 1944, βρίσκομαι με τον λόχο διοίκησης της 11ης μεραρχίας ΕΛΑΣ, σαν προκάλυψη , στο χωριό Χλεμποτσάρι (Σήμερα Ασωπία).
Τον Αύγουστο του ιδίου χρόνου, η 11η Μεραρχία βρισκόταν σε συνεχή σύγκρουση με τους Γερμανούς στην Δωρίδα, εγώ με τον λόχο διοίκησης και τον εφεδρικό ΕΛΑΣ αυτής της περιοχής, με βάση την Πλέσσα (Αμυγδαλιά, τώρα), ελέγχαμε σε αυτό το κομμάτι, το δρόμο Αμφισσας – Λιδωρικίου .
Αυτό το χωριό (την Πλέσσα) το θέριζε η ελονοσία, και με πήρε και εμένα το ποτάμι…..
Μερικές κούπες τσίπουρο βρασμένο με κανελογαρύφαλα , που μου προμήθευε ο γιατρός του χωριού, αντιμετώπισα προσωρινά την κρίση , αλλά φτάνοντας κοντά στην Αττική, και περνώντας από το χλεμποτσάρι , η αρρώστια επανήλθε δριμύτερη.
Μη έχοντας άλλο φάρμακο, προσπάθησα να την καταπολεμήσω με το πιοτό. Ένας χλεμποτσαρίτης προσφέρθηκε να μου φανεί χρήσιμος με μια μέθοδο που καθώς υποστήριζε , ήταν αλάνθαστη.
Να πίνεις επί οκτώ ημέρες συνέχεια , δίχως σταματημό, και το μικρόβιο, αν δεν πεθάνεις εσύ, θα σκοτωθεί αυτό οπωσδήποτε.
Και, ενάντια σε κάθε επιστημονική άποψη, το γιατροσόφι αποδείχτηκε , πράγματι ,αλάνθαστο… Έσφαξε αυτός ο φίλος ένα σοϊλίδικο τραγόπουλο, που βγήκε καθαρό είκοσι οχτώ οκάδες . Κάτσαμε γύρω από ένα τραπέζι τρεις άνθρωποι, και από την Δευτέρα έως την Κυριακή πρωί, το φάγαμε , πίνοντας ταυτόχρονα από το εκλεκτό κρασί που είχε στο σπίτι του ο φίλος μας Χλεμποτσαρίτης.   
Μετά από αυτό το ανδραγάθημα γνώρισα τον Οδυσσέα Τούντα……
Αυτός ο νέος είχε την μανία να συντηρεί εκλεκτά άλογα , ράτσας , κάτι πολύ δύσκολο και πολύ δαπανηρό για εκείνη την εποχή.
Ξέρεις ιππασία με ρώτησε.
Και βέβαια ξέρω του απαντώ.
Στα Δρίτσα , λεει ο Οδυσσέας , σήμερα γιορτάζουν . Ο Πρόεδρος της κοινότητας είναι μπάρμπας μου. Έχει γλέντι εκεί. Αρνιά στην σούβλα , κοκορέτσι και κρασί έξτρα. Θα στείλω δύο άλογα με χάμουρα φανταχτερά και σέλες από τελατίνι. Θα τα καβαλήσουμε και θα πάμε βραδάκι να τους χαιρετίσουμε. Θα φάμε και θα πιούμε και αυτοί θα χαρούνε να δουν στην γιορτή τους έναν αντάρτη.
Και οι Γερμανοί;
Δεν υπάρχουν Γερμανοί στα Δρίτσα .
Έτσι, με το σούρουπο ξεκινήσαμε και φτάσαμε πάνω που το φαγοπότι βρισκόταν στο φόρτε του. Και για να τους εντυπωσιάσουμε , καλπάσαμε και κρατήσαμε τα άλογα πάνω από τα τραπέζια.
Ηλεκτρικά δεν υπήρχαν. Δύο ασετυλίνες ήσαν κρεμασμένες στα δένδρα, και όπως τις κούναγε το αεράκι, σκιές τρεμόπαιζαν πάνω και γύρω από τα τραπέζια, που έπιαναν στη σειρά κάμποσα μέτρα σε μάκρος. Αλλά, τέσσερα χρόνια κατοχής, μας είχαν καταντήσει σαν τα αγρίμια, που και κάθε τρίχα από το τομάρι τους είναι δέκτης του κινδύνου. Σε κλάσμα του δευτερολέπτου το βλέμμα μου αγκάλιασε όλο το περιβάλλον και με δέος αντίκρισα μπροστά μου μια αράδα, κάπου δέκα πέντε Γερμανούς, στρωμένους και αυτούς στο φαγοπότι με τους ντόπιους.
Είχαν χάσει το χρώμα τους . Με την κώχη του ματιού τους με κοίταζαν και το ποτήρι του κρασιού έτρεμε στο χέρι τους. Έβλεπαν τα γένια μου που έφταναν ως το στήθος , τις σειρές τα φυσεκλίκια , το <<μαρσίπ>> στο χέρι. Ο δείκτης άγγιζε την σκανδάλη. Στη ζώνη, εκτός από το γκόλτς, ένα δίκοπο μαχαίρι…
Τι να σκεπτόντουσαν, πόσοι τέτοιοι ακόμα θα έρχονται ξοπίσω;
 Ο πρόεδρος της κοινότητας , ένας ώριμος στην ηλικία και ψύχραιμος άνδρας , πετάχτηκε σαν ελατήριο όρθιος και με γελαστό πρόσωπο
 (η ψυχή του το ήξερε), μας λέγει, κλείνοντας σε εμένα χαρακτηριστικά το μάτι.
Καλώς ορίσατε , συναγωνιστές , στο χωριό μας . Να σας κεράσουμε ένα μεζέ και ένα κρασί και να πάτε στο καλό …
Ταυτόχρονα άρπαξε δύο ποτήρια , τα γέμισε και μας τα πρόσφερε . Κάρφωσε στα δύο πηρούνια δύο ξεγυρισμένους μεζέδες και μας τους πρόσφερε και αυτούς .
Μόλις κατεβάσαμε τα κρασιά μας , παίρνει, και στα γρήγορα ξαναγεμίζει τα ποτήρια και επαναλαμβάνει .
Να πιείτε άλλο ένα , συναγωνιστές , με δύο πόδια ήρθατε , και να πάτε στο καλό.. κλείνοντας και πάλι σε εμένα το μάτι , για να μου δώσει να καταλάβω ότι δεν κινδυνεύουμε , αλλά πρέπει αμέσως να φύγουμε .
Τα όπλα τους οι Γερμανοί τα είχαν σε πυραμίδες , πέντε με έξι μέτρα μακριά τους .Αλλά ούτε  έκαναν την ελάχιστη εχθρική κίνηση . Θα πίστευαν βέβαια σίγουρα πως είχαν πέσει σε παγίδα . Και ότι πίσω από εμένα υπάρχει κάποια δύναμη , αλλά και ότι είναι κυκλωμένοι ….
Στρέφουμε τα άλογα απότομα και τα αμολάμε σε ένα ξέφρενο καλπασμό,  περίπου δύο με τρία χιλιόμετρα .
Σκύψε , μου φώναζε ο Οδυσσέας , μην σου πάρει κανένα κλαρί το κεφάλι, γιατί το σκοτάδι ήταν πυκνό .
Τα άλογα , λες και είχαν διαβάσει στην σκέψη μας την βία της φυγής , είχαν χυθεί μπροστά σαν βέλη και κάλπαζαν , με σιγουριά , μέσα σε εκείνο το βαθύ σκοτάδι …
Ώσπου να ξημερώσει και να στείλουμε άνθρωπο να πληροφορηθούμε ότι δεν συνέβη κάτι το δυσάρεστο , εγώ δεν έκλεισα μάτι .
Οι Γερμανοί , όταν βεβαιώθηκαν πως δεν κινδυνεύουν , με την παρότρυνση του Προέδρου , το έριξα στο φαγοπότι και γίνανε κανονικοί. Γύρισαν το πρωί στο φυλάκιό τους και <<ούτε γάτα ούτε ζημιά >>…

Στις  9 του Γενάρη 1983 , έπειτα από τριάντα εννιά χρόνια , με δύο παλιούς συναγωνιστές και φίλους τώρα , το Νίκο Χριστόπουλο , Αθηναίο, και τον Βαγγέλη Λιόση , Ασπροπυργιώτη , με δική μου πρωτοβουλία αποφασίσαμε και πήγαμε στο χλεμποτσάρι για να συναντήσουμε τον Οδυσσέα Τούντα και να θυμηθούμε τα παλιά .
Με λύπη όμως πληροφορηθήκαμε πως αυτός ο φίλος είχε εγκαταλείψει το μάταιο τούτο κόσμο..
Αν και πολύ μικρότερός μου .. βιάστηκε να φύγει και μου στέρησε την χαρά να πιούμε μια τελευταία κούπα αντάμα..
  
 ----------------------------------------------------------------------------------------------------------

Εσύ Πάρνηθα βουνό μας καταφύγιο και ορμητήριό μας .

Η Πάρνηθα μαζί με το οροπέδιο των Δερβενοχωρίων αποτελεί το σπόνδυλο από το παρακλάδι της μακριάς ραχοκοκαλιάς της Πίνδου που μπαίνει στην Αττική .
Μπροστά της η πρωτεύουσα και στα ριζά της οι συγκοινωνίες που την συνδέουν με όλη την χώρα . Είναι φανερή η στρατηγική της θέση .
Στην κατοχή έγινε μήλο της έριδας ανάμεσα στο ΕΑΜ – ΕΛΑΣ και στον κατακτητή και τους συνεργάτες του .
 Από εκεί περνούσε ο δρόμος της αντιστασιακής πρωτεύουσας προς την ελεύθερη Ελλάδα . Με το πηγαινέλα των συνδέσμων και των αποστολών , αφού οι άλλοι δρόμοι ήσαν κάτω από τα μπλόκα του καταχτητή  και διότι η παρουσία του ΕΛΑΣ στην Πάρνηθα δεν αποτελούσε μόνο κίνδυνο για ενέδρες στους γύρω δρόμους και για νυχτερινές επιδρομές στα γειτονικά αεροδρόμια της Ελευσίνας – Τατοίου – Τανάγρας . Συντελούσε επίσης να κρατιέται αναπτερωμένο το αγωνιστικό φρόνημα του πεινασμένου λαού της Αθήνας , καταρρακώνοντας έτσι το γόητρο  του εχθρού και αχρηστεύοντας χειροπιαστά την προσπάθεια του να ευρύνει τον κύκλο των συνεργατών του .
Μετά την μάχη ενέδρα στο στενό της Κάζας ( Αύγουστος 1943) και την τριήμερη μάχη στα Δερβενοχώρια Οκτώβρης του 1943) με το Αρβανίτικο 34ο  σύνταγμα και με το ρουμελιώτικο Ανεξάρτητο 5ο  τάγμα του ΕΛΑΣ της Παρνασίδας , οι Γερμανοί βάλθηκαν να εξαλείψουν αυτή τη σφήνα της ελεύθερης Ελλάδας μπροστά στις πύλες της Αθήνας και να την απομονώσουν, κάνοντάς την νεκρή ζώνη .
Έκαψαν τα Δερβενοχώρια εξαναγκάζοντας τους κατοίκους τους να σκορπίσουν στα γύρω καμποχώρια για να σωθούν (καμένη γη ) . Εγκατέστησαν φρουρές με ταγματασφαλίτες , που γνώριζαν πρόσωπα και πράγματα , στα χωριά Ασπρόπυργο , Χασιά , Ωρωπό , Σχηματάρι και επιχείρησαν (Άνοιξη του 1944 ) να επεκτείνουν την κυριαρχία τους και στα χωριά Λιάτανι , Κλειδί , Χλεμποτσάρι , αλλά στην πρώτη σύγκρουσή τους με ελαφρά τμήματα του ΕΛΑΣ νικήθηκαν κατά κράτος και στην πανικόβλητη φυγή τους βούλιαξαν στον λασπωμένο κάμπο , αφήνοντας εκεί τα τσαρούχια και τις περικνημίδες τους .
 Ξυπόλυτους τους περιμάζεψαν οι Γερμανοί .
Οι οργανώσεις των γύρω χωριών εφοδιάζουν τακτικά τον ΕΛΑΣ με πληροφορίες και τρόφιμα που μαζί με τον εφεδρικό ΕΛΑΣ αποτελούσαν τις προφυλακές του .
 Όταν γίνονται εκκαθαριστικές  επιχειρήσεις συμπτύσσονται κοντά στον ΕΛΑΣ . Ιούλης του 1944 .
Ο κόκκινος στρατός πλησιάζει στην Ρουμανία και οι Γερμανοί ετοιμάζονται να εκκενώσουν την Ελλάδα και φυσικά την Αττική .
Πριν φύγουν όμως , θέλουν να δώσουν ένα θανάσιμο πλήγμα στον ΕΛΑΣ  της Πάρνηθας , για να έχουν τους δρόμους ελεύθερους και ακόμα για να ανακουφίσουν τους Ταγματασφαλίτες της Αθήνας και τους κάθε λογής συνεργάτες τους ώσπου να έλθουν τα παλιά τους αφεντικά οι Άγγλοι , για να τους παραδώσουν την σκυτάλη του Γενιτσαρισμού .
Από τις 20 Ιουλίου έως στις 10 Αυγούστου του 1944 κάνουν την μεγάλη τους εκκαθαριστική Επιχείρηση  - Θεομηνία .
Πιάνουν τον παλιό δρόμο Αθήνας – Θήβας , και ελέγχουν τα περάσματα από την Ελευσίνα έως το Κριεκούκι και από την βόρεια πλευρά από την Μαλακάσα έως το Κριεκούκι , αφού προηγουμένως έκαψαν τα χωριά Λιάτανι και Κλεδί βάζοντας φωτιά στα δάση , αλλά και αρχίζοντας ένα άγριο χτένισμα της περιοχής .
Το 34ο Σύνταγμα έχει έγκαιρα έχει απαγκιστρωθεί προς τον Κιθαιρώνα  - Ελικώνα .
Ένας λόχος του όμως αποκόπηκε μέσα στην Πάρνηθα και μέρες τώρα πεινασμένος προσπαθεί να βρει πέρασμα , αλλά προσκρούει παντού πάνω στους Γερμανούς .
 Φαίνεται να είναι καταδικασμένος .
Παίρνει την μεγάλη απόφαση . Γλιστράει νύχτα προς την Μαλακάσα μπαίνει στο δάσος του Ωρωπού και ακολουθώντας παραλιακή πορεία περνάει μέρα – μεσημέρι την Αυλίδα ανάμεσα στις Γερμανικές φρουρές , Χαλκίδας – Σχηματαρίου και ανεβαίνει στο βουνό .
Κτυπά απέναντι από την Χαλκίδα . Εκεί υποδέχονται τον χαμένο λόχο οι οργανώσεις των χωριών της Ανατολικής Βοιωτίας που έχουν καταφύγει εκεί .
Αφού σιτίζεται και ξεκουράζεται δύο ημέρες , ενισχυμένος τώρα και με τα εφεδρικά τμήματα του ΕΛΑΣ , έπειτα από τρίωρη νυχτερινή πορεία , κτυπάει για αντιπερισπασμό την Γερμανική φρουρά της Τανάγρας , περνάει ανάμεσα από τα φυλάκιά τους στο Σχηματάρι , κτυπά τους εκεί Ταγματασφαλίτες , και τις πρωϊνές ώρες επιστρέφει στη βάση του .
Μετά δύο ημέρες , μπαίνει στα καίκια του ΕΛΑΝ , αποβιβάζεται στη Λάρυμνα και κτυπά τους Ταγματασφαλίτες στο χωριό Τοπόλια της Κωπαίδας .
Στις 20 Αυγούστου , το 34ο σύνταγμα έχει επιστρέψει στην Πάρνηθα , κάνει νυκτερινή επιδρομή στο αεροδρόμιο της Ελευσίνας και δίνει μάχη με τους Γερμανούς στη θέση << Κοκκίνη >> .
Ξημερώνοντας η 8η Σεπτεμβρίου 1944 εορτή της Παναγίας , ένα τάγμα του 34ου συντάγματος ενισχυμένο με τα εφεδρικά τμήματα του ΕΛΑΣ της Τανάγρας και της Πύλης , έπειτα από τετράωρη νυκτερινή μάχη , εξοντώνει την Γερμανική φρουρά της Τανάγρας , και τέλος στις 12 του Οκτώβρη , ανάμεσα Μαλακάσα και Κακοσάλεσι , το τάγμα του Κρόνου ( Κώστα – Αντωνόπουλου ) κτυπάει την τελευταία Γερμανική φάλαγγα , που εγκαταλείπει την Αττική και της προξενεί βαριές απώλειες .
Όλοι όσοι πολέμησαν πάνω στην Πάρνηθα και στα Δερβενοχώρια αλλά και αυτοί που αγωνίστηκαν στον ίσκιο τους στα γύρω καμποχώρια , τη θυμούνται με σεβασμό , γιατί στις δύσκολες ώρες και μόνο αντικρίζοντας την έπαιρναν κουράγιο .
 Όπως ο μυθικός Ανταίος ξανάπαιρνε την δύναμή του , κάθε φορά που ακουμπούσε τη γη .

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΜΠΕΛΕΓΡΑΤΗ  ΤΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ
(Αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης ).
ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΕΙΟ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΔΡΙΧΟΥΤΗ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΚΑΤΟΙΚΟΥ ΤΑΝΑΓΡΑΣ.


--------------------------------------------------------------------------------------------------------------


1948. Πηγαίνοντας για την εξορία. Νοδάρας Στ., Λίγγος Θανάσης, Νοδάρας Βασίλης, Μαλιάτσης Στέφας, Μάνθος Μπάτης. (από το περιοδικό Αυτονόη, Τεύχος 11 Σεπτέμβριος - Νοέμβριος 2007)



---------------------------------------------------------------------------------------------------------------
ΤΟ ΕΑΜ – ΕΛΛΑΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΙ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥΣ 

Στο Γεραλή και στο Βαθύ κάτω στην παραλία 
οι αντάρτες σταματήσανε την αμαξοστοιχία .
Έτσι τραγούδησε η λαϊκή μούσα το παρακάτω γεγονός , που διαδραματίστηκε στο σιδηροδρομικό σταθμό του χωριού Βαθύ – Αυλίδας  στις 18 του Φλεβάρη 1944 .
Η οργάνωση της Ανατολικής Βοιωτίας είχε την πληροφορία από μέλος της , που κρατούνταν στις φυλακές Χαλκίδας , πως στις 18 Φλεβάρη και ορισμένη ώρα , θα γίνει μεταγωγή κρατουμένων από τις φυλακές της πόλης στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου ( πρώτο σταθμό για το Σκοπευτήριο της Καισαριανής ή τα Γερμανικά Νταχάου ) .
Μαζί με το πλησιέστερο αντάρτικο τμήμα της περιοχής , επιλέγουν σαν χώρο επέμβασης στο σιδηροδρομικό σταθμό του χωριού Βαθύ – Αυλίδος . 
Πράγμα ριψοκίνδυνο , γιατί περιβαλλόταν από τις Γερμανικές φρουρές Χαλκίδας – Σχηματαρίου – Οινόης , αλλά  ήταν ο μόνος αφρούρητος σταθμός , επειδή θεωρούνταν απροσπέλαστος , σε αντίθεση με τους άλλους προς την Αθήνα , που οι Γερμανοί τους είχαν κάνει πραγματικά φρούρια .
Μια διμοιρία , με μια δράκα από άνδρες της πολιτικής οργάνωσης , μπαίνουν με κάθε προφύλαξη στο χωριό , εγκαθιστούν βάση στηρίγματος στο λόφο του Άη – Λιά , που δεσπόζει στην περιοχή , πιάνουν το οίκημα του σταθμού και τον γύρω χώρο και θέτουν τον σταθμάρχη κάτω από τις εντολές τους .
Σε δέκα λεπτά το τραίνο μπαίνει στο Σταθμό και ο σταθμάρχης με σινιάλο το σταματάει και πριν οι δύο Γερμανοί και οι 26 συνοδοί χωροφύλακες προλάβουν να αντιδράσουν , τους αφοπλίζουν , λύνουν τις χειροπέδες και απελευθερώνουν τους 30 κρατουμένους πατριώτες και τους 25 Ρώσους αιχμαλώτους .
Κατάπληξη και πανικός κατέλαβε τους κατακτητές και τους συνεργάτες τους από το τολμηρό εγχείρημα , ενώ ο λαός αυθόρμητα βρήκε τα κατάλληλα λόγια για να τραγουδήσει το γεγονός .
Το Γεραλή είναι χωριό της Αυλίδας , δίπλα στο Βαθύ , ονομαστό τότε για την δυναμική του οργάνωση . Ο επικεφαλής της Νώντας Λίγκρος , πήρε μέρος στην επιχείρηση αυτή . Σκοτώθηκε λίγους μήνες αργότερα , πέφτοντας  σε ενέδρα Γερμανοτσολιάδων  .

Τέλος για την ιστορία να τονίσουμε ότι τους στίχους που αναφερόντουσαν για το γεγονός που διαδραματίστηκε στο σιδηροδρομικό σταθμό της Αυλίδας το είχε συνθέσει η Ταναγραία κάτοικος του χωριού μας Λέκκα  Ευτυχία του Ιωάννη , η θεία Χίτσα που το τραγουδούσε , όταν πήγαινε να δουλέψει στον κάμπο σε αγροτικές εργασίες .

Στο Γεραλή και στο Βαθύ κάτω στην παραλία οι αντάρτες σταματήσανε την αμαξοστοιχία 

Συγγραφή κειμένου ΜΠΕΛΕΓΡΑΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ .
Αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης .
Από το αρχείο ΔΡΙΧΟΥΤΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ
.


-----------------------------------------------------------------------------------------------------

ΟΙ ΣΥΜΜΑΧΙΚΕΣ ΚΟΝΣΕΡΒΕΣ
Γράφει ο Δ . Μαρίνης τ. Αρχιεπιθεωρητής οργανισμού Σιδηροδρόμων .

Στις 28 Οκτώβρη 1940 , που η φασιστική Ιταλία επιτέθηκε στην Ελλάδα , κάποιες συμμαχικές στρατιωτικές μονάδες που βρίσκονταν στην χώρα μας , πήραν εντολή να κάνουν << διασπορά >> ώστε να μην γίνονται στόχοι των Ιταλικών αεροπλάνων που βομβάρδιζαν την πατρίδα μας .
Έτσι , στον κήπο του μπάρμπα Θανάση στο χωριό Δρίτσα , άραξε , και κρύφτηκε κάτω από ένα μεγάλο δένδρο , ένα Τζέϊμς τετραξωνικό με πλήρωμα πέντε στρατιώτες , που το καμουφλάρισαν με ένα δίχτυ παραλλαγής αποκλείοντας έτσι τον από αέρος εντοπισμό του .
Το μεσημέρι τελειώνοντας οι σύμμαχοι στρατιώτες έκατσαν στο πεζούλι της αυλής να φάνε τις γαλέτες και τις κονσέρβες που τους είχε χορηγήσει η επιμελητεία τους .
Βλέποντάς τους ο μπάρμπα Θανάσης , παρά την επιθυμία του να τους κατσαδιάσει που δεν βρισκόταν στο πλευρό των φαντάρων μας , που μάχονταν τους Ιταλούς στην Κλεισούρα , και το Τεπελένι , έκρινε καλό , σαν γνήσιος απόγονος του Ξένιου Δία , να τους φωνάξει μέσα , καθίζοντάς τους στα σκαμνιά γύρω από το σοφρά , όπου η κυρά Θανάσαινα τους σερβίρισε από μια γαβάθα φασολάδα που μοσχοβόλαγε .
Έφερε ακόμα και ελιές , τυρί σαλάτες , ζεστό ψωμί και τα συμμαχάκια που η ξηρά τροφή τους είχε γδάρει τα άντερα , έπεσαν με τα μούτρα στο σπιτικό φαγητό .
 Ο μπάρμπα Θανάσης γέμισε τα ποτήρια με ρετσίνα και όταν τα σήκωσαν για τσούγκρισμα , διέκοψε τον λοχία που ψέλλισε ένα << τσίριο >>λέγοντάς τους επιτακτικά – Γειά σου πές …
Αυτός επανέλαβε μηχανικά τα ίδια λόγια – Γειά σου πές αλλά και οι άλλοι εύχονταν παπαγαλιστί – Γειά σου πές , και άδειαζαν τα ποτήρια τους .
Ένα 20ήμερο έμεινε καμουφλαρισμένο το Τζέϊμς στο κήπο του μπάρμπα Θανάση και η ομάδα απολάμβανε την φιλοξενία και την μοναδική κουζίνα της κυρά Θανάσαινας με ρεβυθάδες , φακές , κουνέλι στιφάδο , κουκιά , σαλιγκάρια , τραχανάδες , χορτόπιτες και άλλα θεσπέσια εδέσματα .
Πίνοντας δε το κρασάκι , δε παρέλειπαν την ευχή σλόγκαν << Γειά σου πές >> . 
Έτσι οι σύμμαχοι φαντάροι , ένιωσαν σε αυτό το διάστημα , όχι πως ήταν σε εκστρατεία και σε πόλεμο , αλλά σε διακοπές στη Ελλάδα .
Όταν πήραν εντολή αναχώρησης , άφησαν στον μπάρμπα Θανάση πολλές κονσέρβες σε διάφορα μεγέθη και σχήματα , με κρέατα , μαρμελάδες , κομπόστες , γαλέτες που τους περίσσεψαν τόσο καιρό που τρωγόπιναν εκεί .
Τις βόλεψε ο μπάρμπα Θανάσης στο κελάρι και σχολίασε στη συμβία του .
-Γυναίκα θα βγάλουμε κάμποσο καιρό με αυτά τα κονσερβικά , τώρα που έρχεται ο χειμώνας και που μάλιστα άρχισαν οι ελλείψεις στα μπακάλικα , αφού ο πόλεμος κρατάει .
Άρχισαν να καταναλώνουν σιγά – σιγά γαλέτες και μαρμελάδες τα πρωινά με το γάλα της κατσίκας , κομπόστες τα απογεύματα και όταν έβγαιναν στο χωράφι άνοιγαν μια κόρνεμπιφ για προσφάι .
Ένα Σάββατο , γυρίζοντας από το κάμπο ο μπάρμπα Θανάσης κάλεσε και το μπάρμπα Κίτσο γείτονα και φίλο με την γυναίκα του να στήσουν ένα τσιμπουσάκι με κύριο πιάτο μια μεγάλη συμμαχική κονσέρβα .
Οι γυναίκες έριξαν το κρέας στο τηγάνι , πρόσθεσαν και αρκετά αυγά , τσιγάρισαν , ανακάτεψαν και ήρθε και νοστίμεψε … να γλείφεις και τα δάχτυλά σου που λένε .
 Τους άρεσε αυτή η σφιχτή υπόξινη γεύση , φάγανε αρκετά πίνοντας και μπόλικο κρασί , που το ζητούσε αυτός ο συμμαχικός μπεκρή – μεζές .
Όταν αποφάγανε ο μπάρμπα Κίτσιος , θέλησε να διαπιστώσει τι κρέας γεύτηκαν .
-    Ρε Θανάση , έχουμε δοκιμάσει τόσα κρέατα . Από βαρβάτα , από μουνούχια βόδια η χοιρινά , από αγριόχοιρους και άλλα αγρίμια , όμως τούτη η γεύση φάνηκε αλλιώτικη .
-    Φέρε μωρή Θανάσαινα το άδειο κουτί της κονσέρβας να δούμε τι σημάδια έχει : 
-    Όταν βέβαια είδε το κουτί  , ένα βαθύ ωωωωχ βγήκε από τα στήθια του .
-    Θανάση την πάθαμε ! Μουλάρι μας τάισαν οι σύμμαχοι . Και του έδειξε την μαυροκεφαλή , τυπωμένη έξω από το κουτί .
-    Η διαπίστωση έφερε αναγούλες , οι γυναίκες βγήκαν έξω και ξέρασαν το μουλάρι που έφαγαν και αλαφιασμένες έτρεξαν στην εκκλησία φωνάζοντας τον πάπα – Γιώργη που μόλις τελείωνε τον εσπερινό και του διηγήθηκαν το αμάρτημα .
-    Ο ιερέας τις καθησύχασε αφού ότι έγινε δεν ήταν σε γνώση η από πρόθεση και τις συμβούλεψε να προσέχουν .
-    Και ο μπάρμπα Θανάσης έσπευσε να ξεχωρίζει τις μουλαροφοραδίσιες κονσέρβες , βάζοντάς τες χώρια για τα σκυλιά του ενώ κάθε τόσο εκτόξευε βρισιές κατά των συμμάχων .
-    Ου να χαθείτε μαγαρισμένοι !
--------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Α´: Αναμνήσεις από την παρανομία και τη μισοπαρανομία του 1945-46, πριν τον ολοκληρωτικό Εμφύλιο πόλεμο

Λασκαρίδης Βασίλης

Το αφιερώνω στη συντρόφισσα της ζωής μου Κική και στα παιδιά μας Δημήτρη και Σουζάνα


Στις 6 του Γενάρη 1945 ήμουνα στο χωριό Σίρτζι (Ύπατο) της επαρχίας Θήβας. Ο Δεκέμβρης της αδούλωτης Αθήνας είχε τελειώσει και καραβάνια από μαχητές-Aγωνιστές, που υποχωρούσαν περνώντας μέσα από τη χιονισμένη Πάρνηθα, σε κακή κατάσταση, πορεύονταν προς την ελεύθερη Ελλάδα. Αντάμωσα στο Σίρτζι μια μεγάλη ομάδα φοιτητών μαχητών του λόχου Λόρδος Μπάυρον. Δεν μπορεί να περιγραφεί η κατάστασή τους από την ταλαιπωρία που είχαν περάσει. Μερικοί δεν είχαν παπούτσια και τα πόδια τους ήταν τυλιγμένα με τσουβάλια. Μεταξύ αυτών και κοπέλες, επονίτισσες. Ήταν και ο Μίμης Δεσποτίδης (Πέτρος), που είχαμε γνωριστεί στην περίφημη συνδιάσκεψη της ΕΠΟΝ Ρούμελης, τον Ιούλη του 1944. Μου ζήτησε και του έδωσα χαρτί και μολύβι. Ήτανε υπεύθυνος διαφώτισης της ΕΠΟΝ Ρούμελης από τον Ιούνη του 1944. Με την απελευθέρωση κατέβηκε στην Αθήνα, όπως όλα σχεδόν τα στελέχη της ΕΠΟΝ Ρούμελης, που είχανε σταλεί για να ενισχύσουν τις οργανώσεις της υπαίθρου.
Κατέβηκα για τελευταία φορά στις Στανιάτες (Οινόφυτα) και την άλλη μέρα, 7 του μηνός, περνώντας από τη Λιάτανη (Άγιο Θωμά), έβαλα πλώρη για τη Θήβα. Ήμουνα οργανωτής της ΕΠΟΝ βορειοανατολικής επαρχίας. Όπως πορευόμουν στην ορεινή δημοσιά μεταξύ Μπράτσι (Τανάγρα) και Χλεμποτσάρι (Ασωπία), μόνος κι αμέριμνος, να ’σου ένα τεράστιο εγγλέζικο τανξ αρματωμένο. Τι να κάνω; Άλλη λύση δεν υπήρχε, παρά να συνεχίσω ψύχραιμα το δρόμο μου. Δεν ήμουνα οπλισμένος. Δεν μου μίλησαν κι αυτοί. Φαίνεται είχανε προορισμό το αεροδρόμιο της Τανάγρας. Σκέφτηκα ότι περνώντας από τη Θήβα οι δυνάμεις των εγγλέζων κατακτητών θα είχανε διαλύσει τα πάντα. Όπως κι έγινε. Λεηλατήσανε τα γραφεία και τις αποθήκες του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ. Δεν θα ’χε μείνει ψυχή από τα στελέχη και τους μηχανισμούς των οργανώσεων, σκέφτηκα. Φτάνοντας στους Μουσταφάδες (Καλλιθέα), αποφάσισα να πάω στο Πλατανάκι, όπου ήταν ελεύθερη Ελλάδα. Σκεπτόμουνα πως ένας απ’ αυτούς που θα έμπαιναν στη Θήβα για παράνομη, πλέον, δουλειά έπρεπε να είμαι κι εγώ. Μπαίνοντας στον καρόδρομο έξω από τους Άγιους Θεόδωρους Θήβας, πέφτω σε μια ομάδα δικών μας, που έρχονταν από το Πλατανάκι και πήγαιναν Θήβα. Ήτανε ο Πλούτης Γεραμάνης από το Καραρέλι Θήβας (είχε έρθει από τη Λιβαδειά όπου είχε διοριστεί από την καθοδήγηση του ΚΣ της ΕΠΟΝ στη συνδιάσκεψη της Ρούμελης, όπως κι εμένα με είχανε στείλει δεύτερο γραμματέα της επαρχίας Θήβας). Εκτός από τον Πλούτη Γεραμάνη1 ήταν κι ο Ηρακλής (Γιώργος Γεωργακόπουλος), του γραφείου της περιφερειακής επαρχίας Θήβας του ΚΚΕ με τη γυναίκα του, τον αδερφό του και τον Φαρμάκη από τους Άγιους Θεόδωρους. Είχε αναλάβει να τους τακτοποιήσει σε ασφαλές κατάλυμα, δεδομένου ότι θα ήταν ο καθοδηγητής. Μόλις με βλέπει ο Πλούτης Γεραμάνης, μου φωνάζει: «Πού ήσουνα, ρε Βασίλη, σε ζήταγε επειγόντως ο Μιχάλης (Φίλιππας Όργασλης,2 ο γραμματέας της περιφερειακής), για να σου αναθέσει δουλειά στην αποστολή μας». Είχε αποφασιστεί κομματικός γραμματέας να είναι ο Πλούτης Γεραμάνης, γραμματέας της ΕΠΟΝ και δεύτερος γραμματέας του κόμματος ο γράφων. Καθοδηγητής ο Ηρακλής.
Ο Πλούτης είχε συγγενείς και συγχωριανούς, θα ήταν εύκολο να τακτοποιηθεί και να προφυλαχθεί και ο Ηρακλής στους Άγιους Θεόδωρους σε ασφαλές σπίτι με κρύπτη. Για μένα υπήρχε πρόβλημα πώς να τακτοποιηθώ. Με στείλανε σ’ ένα σπίτι στο Νέο Συνοικισμό. Ήταν το σπίτι ενός οδηγού τρακτέρ (τότε ήτανε λίγα). Τον είχα γνωρίσει στο Σχηματάρι. Δεν είχα καλά καλά γνωριστεί με τη γυναίκα του και να ’σου η παγάνα με στρατιώτες και αξιωματικό, που είχαν αρχίσει να μαζεύουν όσους τους προορίζανε για εξορία στην Ελ Ντάμπα.3 Με πιάσανε κι εμένα. Δεν περιγράφεται η προσπάθεια που έκανε η γυναίκα του σπιτιού να πείσει τον αξιωματικό πως είμαι συγγενής της από το Καπαρέλι. Κατόρθωσε με παρακάλια και κλάματα να τον πείσει κι έτσι μ’ αφήσανε. Το σπίτι είχε κρύπτη, αλλά είχε μπει ο άντρας της (αυτόν ζητούσανε) κι έτσι σώθηκε. Έμεινα στον άσο. Μπήκε οξύ πρόβλημα, πού θα μείνω. Πήγα στους Άγιους Θεόδωρους στην οικογένεια Μωραΐτη, που η κόρη τους Ελισάβετ ήταν υπεύθυνη της ΕΠΟΝ Αγίων Θεοδώρων. Έμεινα μερικές μέρες. Όμως ήταν δύσκολα τα πράγματα. Ηλικιωμένοι οι γονείς της, ζούσαν με την αδερφή της και τον αδερφό της. Με χίλιες δυο δυσκολίες και κινδύνους αρχίσαμε καθημερινή προσπάθεια για επαφές, προκειμένου να δημιουργηθούν ολιγάριθμες ομάδες για ν’ ανασυγκροτηθούν οργανώσεις. Με τον Πλούτη κάναμε τακτικές επαφές και σχεδιάζαμε με τιτάνιες προσπάθειες να ανασυγκροτήσουμε την οργάνωση.
Μια βραδιά (κατά τις 15 Γενάρη) βρέθηκα στο δρόμο. Ντρεπόμουν να πάω να χτυπήσω την πόρτα της Ελισάβετ Μωραΐτη ή το σπίτι του Νίκου Ντάβου. Τι να κάνω, προχωρούσε η νύχτα και κατέληξα στο νεκροταφείο της πόλης, που βρισκόταν λίγο έξω από τα όριά της, στα νοτιοανατολικά. Ήταν ακόμα σε κακά χάλια από την Κατοχή. Μια άλλη μέρα, μόλις βράδιασε, πάλι έμεινα στο δρόμο και αναγκάστηκα να βγώ έξω από την πόλη, πίσω και πιο πέρα από το νεκροταφείο, σ’ ένα τοπίο άγονο με σκόρπια βραχάκια. Κούρνιασα σε μια εσοχή σαν σπηλίτσα. Άρχισε να ψιχαλίζει. Δεν ήταν μόνο αυτό, μακριά ακούγονταν κουδούνια κοπαδιών και σκυλιά που γαβγίζανε. Για καλή μου τύχη δεν πλησίασαν. Υπήρχε κίνδυνος να με κατασπαράξουν τα σκυλιά, ή να πέσει πάνω μου κανένας τσομπάνος αντίθετος, με όλες τις συνέπειες.
Με υπόδειξη του Φαρμάκη πείθεται ο Κοροπούλης και με συστήνει στον αδερφό του Σωτήρη, τον μυλωνά, να με πάρει στο μύλο, στην άκρη των Αγίων Θεοδώρων, για να κουρνιάζω τα βράδια. Αυτό κράτησε πάνω από μια βδομάδα. Πήγαινα το βράδυ και κοιμόμουνα πάνω σ’ ένα μεγάλο σωρό χύμα στάρι, με μια τεράστια κουβέρτα μάλλινη. Μου έδινε κι ένα μεγάλο πιάτο φαΐ με μπόλικο ψωμί και χόρταινα. Όμως η κουβέρτα ήταν γεμάτη ψείρες. Δε φτάνανε όσες είχα, ήρθαν κι αυτές, παραγέμισα.
Οι επαφές πολλαπλασιάζονταν, το ίδιο και τα στέκια. Εκτός από της Μωραΐτη (στους Αγίους Θεοδώρους) μόνιμο ήταν του Γάκη Παπαλάμπρου (επονίτης), που ήταν και πρώτος ξάδερφος του Πλούτη Γεραμάνη. Ήταν κοντά στο κέντρο της πόλης σε ιδανική θέση για βάση. Πάρα πολύ βοήθησε αυτό το σπίτι στη δουλειά. Τρεις τέσσερις φορές, Γενάρη, Φλεβάρη και Μάρτη, ανταμώσαμε οι τρεις μας (ο Ηρακλής, ο Πλούτης κι εγώ) έξω από τη Θήβα, ανατολικά, σε μια θαυμάσια τοποθεσία, ένα ξέφωτο με δέντρα γύρω, το Μοσχοπόδι.
Η τρομοκρατία οργιάζει. Το παρακράτος όλο δυναμώνει με τη βοήθεια του στρατού (αυτοί διοικούν τώρα) και οι χίτες το παίζουνε «εκδικητές» και «τιμωροί». Η φυλακή γέμισε. Μέσα στους φυλακισμένους ο καπετάν Κρόνος4 και ο περίφημος Νάκιας από την Καρδίτσα (Ακραίφνιο). Μέσα στον Γενάρη, ο Μιχάλης από τα Χάλια (Δροσιά), υπεύθυνος του ΕΑΜ του τομέα Λουκίσια, Πλατανάκι, Κόκκινο κ.λπ., από απερισκεψία και με πιστόλι πάνω του, θεώρησε σκόπιμο να μπει στην πόλη. Τον πιάσανε στον πευκώνα, απέναντι από τις φυλακές, και τον εκτέλεσαν επί τόπου. Άλλον ένα λεβέντη από το συνοικισμό, πρώην ελασίτη, κυνηγώντας τον έξω από τα χωράφια τον εκτέλεσαν κι αυτόν. Δυστυχώς, δεν συγκρατώ τ’ όνομά του.
Στο συνοικισμό δημιουργήθηκε γερή οργάνωση με τον Γιάννη Κατσιμίχα,5 τον Μιχάλη Δεληκωσταντή, τον Μπάκα κι άλλους. Η χωροφυλακή, που ανέλαβε από το τέλος Ιούνη 1945 και είχε ιδιαίτερο σταθμό, τη φοβότανε. Όταν κατέβαινε στο συνοικισμό για σύσκεψη, στήνανε ολόκληρη επιχείρηση με επικεφαλής τον τρομερό Γιάννη Κατσιμίχα για να με προφυλάξουν (εξακολουθώ να είμαι άγνωστος) και να μην χτυπηθεί η οργάνωση που είχε αναπτυχθεί, επονίτικη και κομματική. Ο Πλούτης, ο πρώτος κομματικός υπεύθυνος, με το πλεονέκτημα ότι ήταν ντόπιος, είχε τη δυνατότητα και κινητοποιούσε συγγενείς του. Μάλιστα, για να ’χουμε πρόσβαση-επαφή με την Αθήνα, τον βοήθησαν ο ξάδερφός του Περικλής Σακαντάρης, που ανήκε στην οργάνωση Κολωνακίου, κι ο Λέας Βουρδουμπάς, που ανήκε στην Πλάκα. Άμα αντιμετωπίζαμε δυσκολίες, ερχόμασταν σε επαφή μέσω Χαλκίδας. Δεν περιγράφονται οι δυσκολίες και οι καθημερινοί κίνδυνοι που συναντούσαμε μέσα στη βαθιά παρανομία.
Τον Μάρτη 1945 ο Ηρακλής (ψευδώνυμο) από τη Νίκαια, που ήταν διαφωτιστής στο αχτιδικό γραφείο του Κριεκουκίου (Ερυθρές), ήταν κρατούμενος στη φυλακή. Του σκηνοθετούν μεταγωγή και λίγο πιο πέρα από τη φυλακή του τη φυτέψανε από πίσω και τον σκοτώσανε, με το πρόσχημα ότι προσπάθησε να δραπετεύσει.
Με την υποχώρηση του Δεκέμβρη και την επέλαση των αγγλικών τανξ, τα στελέχη των κομματικών, εαμικών και επονίτικων οργανώσεων της δυτικής επαρχίας (Θήβας), τραβήχτηκαν στους πρόποδες του Ελικώνα, πάνω από τα Χόστια (Πρόδρομο). Μεταξύ αυτών και η αδερφή μου Ζωζώ, υπεύθυνη της ΕΠΟΝ κοριτσιών για τα χωριά Παλαιοπαναγιά, Ερημόκαστρο, Βάγια κ.λπ. Την τρίτη βδομάδα του Γενάρη 1945 κατέβηκε με προφύλαξη στο χωριό Χόστια σε γνωστό σπίτι. Κάποιος καλοθελητής την αντιλήφθηκε και την πρόδωσε. Για καλή της τύχη την παραδώσανε στους εθνοφύλακες και βλέποντας αυτοί τις κακές διαθέσεις κάποιων παρακρατικών, τη μεταφέρανε με ευθύνη τους στη Δομβραίνα και με συνοδεία την παρέδωσαν στη διοίκηση της Θήβας. Εκεί την κακοποίησαν σχετικώς και τη μεταφέρανε στις φυλακές. Όμως, επειδή δεν υπήρχε καμία κατηγορία, την αφήσανε ελεύθερη, αφού πέρασε από τη διοίκηση στρατού. Πώς θα πήγαινε, όμως, στην Αθήνα, που έπρεπε να περάσει από πέντε μπλόκα! Για καλή της τύχη προσφέρθηκε ένας ανθυπολοχαγός, που θα πήγαινε με αποστολή στην Αθήνα, να την αναλάβει, σαν συνοδεία, με το πρόσχημα ότι την συνόδευε. Ξεπέρασε έτσι την περιπέτεια των μπλόκων, που θα μπορούσε να έχει άσχημες συνέπειες. Κάπου κάπου, υπήρχαν τέτοιες ανθρώπινες συμπεριφορές μέσα στη ζούγκλα της τρομοκρατίας, που άρχισε να απλώνεται σαν ορμητικό ποτάμι.
Η κομματική οργάνωση επεκτείνεται· ακόμη περισσότερο η επονίτικη. Τα στέκια μου πληθαίνουν. Είναι και του Βαγγέλη Πλατσούκα το σπίτι, ο οποίος είχε, εκτός από γνώσεις, και δυνατότητες διαφωτιστικές και πολιτιστικές. Ο πατέρας του ήταν δασονόμος της επαρχίας Θήβας. Ένας άλλος που έπαιξε πολύ αποφασιστικό ρόλο στα επονίτικα ως άμεσος βοηθός μου, ήταν ο Νίκος Ντάβος. Έμενε στη γειτονιά Γούρνες της Θήβας. Η παλικαριά του, η αποφασιστικότητά του δεν περιγράφονται. Πάνω από είκοσι φορές τον πιάσανε, τον κακοποίησαν, τον τρομοκράτησαν, αλλά αυτός δεν το ’βαζε κάτω. Μάλιστα, υμνήθηκαν στο συνέδριο της ΕΠΟΝ στην Αθήνα (αρχές Γενάρη 1946), μαζί με τον Γιάννη Χοτζέα από την Αθήνα, σαν υποδείγματα μαχητών επονιτών στις τότε αντίξοες συνθήκες. Το σπίτι του ήτανε πραγματικό ορμητήριο για όλες τις δουλειές. Από τις κοπέλες επονίτισσες ανάλογο υπόδειγμα με τον Νίκο Ντάβο ήταν η Δήμητρα Τσιρίκου. Το πόσο συνέβαλε στην ανασυγκρότηση της οργάνωσης, παρά τις πάμπολλες δυσκολίες, δε λέγεται! Πολλές φορές (την ημέρα) την έβγαζα σπίτι της.
Αρχές Απρίλη μένω μόνος, γιατί και ο Πλούτης και ο Ηρακλής (ο καθοδηγητής) πήγανε στη Χαλκίδα για επαφή με την Αθήνα και δεν ξαναγύρισαν. Δεν περιγράφεται η παλικαριά, η μαχητικότητα και η εξυπνάδα του Πλούτη. Ο Ηρακλής ήτανε έμπειρος και πράος χαρακτήρας, άνθρωπος που εμπνέει εμπιστοσύνη (δεν ξέρω αν ζει). Στην περιφερειακή μας ήρθε από την Εύβοια, όπου ήταν γραμματέας του κόμματος ώς τις αρχές του 1944. Πριν καλά καλά τον αντικαταστήσει ο Βαγγέλης Καραμιχάλης, που ανέλαβε καπετάνιος του συντάγματος του ΕΛΑΣ Εύβοιας, ήρθε στο πόστο του ο Μιλτιάδης Ζαχαράτος.
Μερικές μέρες πριν φύγουν οι δύο σύντροφοι, οι παρακρατικοί κάνανε μπλόκο στους Άγιους Θεοδώρους και θέλανε να συλλάβουν τους τρεις μας. Πώς μαθεύτηκε ότι είμαστε τρεις και μάλιστα εκείνη την ημέρα στους Άγιους Θεοδώρους, μένει μέχρι τώρα σκοτεινό. Κάποιος συγγενής του Πλούτη θα το ’ξερε, πιθανόν φλυάρησε κι έφτασε η είδηση σε κάποιον παρακρατικό. Έγινε σούσουρο στους Άγιους Θεοδώρους, γιατί βλέπανε τις σπασμωδικές κινήσεις των παρακρατικών και των χιτών. Φυσικά, ο Πλούτης και ο Ηρακλής βολεύτηκαν στην κρύπτη. Εγώ, πριν ανταμώσουμε οι τρείς, ήμουνα στο σπίτι της Ελισάβετ Μωραΐτη, δίπλα στον παλιό νερόμυλο. Τι να κάνω; Προκειμένου να μη βάλω σε κίνδυνο το σπίτι, αναγκάζομαι και βγαίνω για να πάω προς το κέντρο της πόλης. Λίγα μέτρα πιο κάτω, πέφτω κατά σύμπτωση πάνω στον αρχηγό των χιτών της Θήβας, που ήταν επικεφαλής στο μπλόκο. Αργύρης Ρούλιος λεγότανε. Με σταματάει χωρίς να με ξέρει και με ρωτάει πού πάω και από πού είμαι. Του λέω ψέμματα πως είμαι από το Μπράτσι (Τανάγρα) –είχα ψεύτικη ταυτότητα απ’ αυτό το χωριό με τ’ όνομα κάποιου πεθαμένου Μελεγκράτη– και ότι πάω να πάρω παπούτσια από τον Μπουρτζή, τον τσαγγάρη που του πήγαινα λάδι. Μες στη σύγχυσή του και λόγω του νεαρού της ηλικίας μου και της ψυχραιμίας μου σάστισε και μ’ άφησε. Και ήμουνα ένας από τους τρεις που ζητούσαν να συλλάβουν!
Προηγούμενα είχα ένα άλλο περιστατικό στο μύλο που κοιμόμουνα καμιά δεκαριά μέρες. Ένα πρωί που σηκώθηκα να φύγω, ένας χωρικός που είχε έρθει με το μουλάρι του φορτωμένο στάρι γι’ άλεσμα, με γνώρισε, γιατί ήταν από το κοντινό χωριό Μουρίκι, όπου είχα κάνει γραμματέας. Έξω ήταν κι ο μυλωνάς που του φώναξε: «Μη, κουμπάρε, όχι εδώ σε παρακαλώ!». Τον είχε δει μ’ ένα χοντρό στυλιάρι έτοιμο να μου το καταφέρει στο κεφάλι, πριν τον αντιληφθώ. Θα με σκότωνε, αν δεν προλάβαινε ο μυλωνάς, ο Σωτήρης Κοροπούλης.
Η ταλαιπωρία μου πήρε κατά κάποιον τρόπο τέλος. Με δέχτηκαν στο σπίτι του Βαγγέλη Μπλάζεβικ. Ήτανε ο γραμματέας του επαρχιακού της ΕΠΟΝ, ο οποίος κρυβότανε. Βρήκα τη σιγουριά μου από στέγη και τροφή. Στο μεταξύ, η οργάνωση είχε γίνει από επαρχιακή νομαρχιακή (Βοιωτίας) και μου ανατέθηκε τυπικά και ουσιαστικά η γραμματεία του νομού. Από την περιοχή πέρναγε πότε πότε και μ’ έβλεπε ο Χάρης Χαρμπής, μέλος του γραφείου περιοχής Στερεάς Ελλάδας και Εύβοιας, πρώην επικεφαλής της υποδειγματικής μονάδας ΕΠΟΝ-ΕΛΑΣ της 2ας Μεραρχίας.
Γραμματέας της περιφερειακής του κόμματος διορίστηκε ο Τάσος Κινόγλου, πρώην γραμματέας της περιφερειακής Λοκρίδας, άνθρωπος περιορισμένης αντίληψης. Η οργάνωση κομματική και επονίτικη απλώνει και δένει γενικά σε κάθε συνοικία. Στο συνοικισμό ήρθε από τη Νάουσα ο Αριστόδημος Καρζής, εξαιρετικός αγωνιστής και άνθρωπος με χαρακτήρα και κύρος. Ο δε Κώστας Κολιγιάννης6 (γραμματέας της περιοχής) του ανέθεσε τον αγροτικό τομέα και ανέλαβε γραμματέας του ΑΚΕ στο νομό.
Στο Πυρί, στο κάτω μέρος της πόλης, δίπλα στον κάμπο, στο πιο αδύνατο οργανωτικά κομμάτι της πόλης, ήτανε η Νίτσα Κολινίκα, απόφοιτος γυμνασίου, πολύ δραστήρια, μαχητική και αποδοτική στη δουλειά της. Στο κέντρο της πόλης δραστήρια και μαχητική η Μαρία Βούλγαρη. Συνδέομαι στενά με την οικογένεια Μπουρτζή. Είχαν το τσαγγάρικό τους στο κέντρο της πόλης, στον πρώτο παράλληλο δρόμο του κεντρικού της αγοράς και της συγκοινωνίας. Με τον μεγάλο γιο του τον Γρηγόρη ήμασταν στενοί συνεργάτες μερικούς μήνες πριν την απελευθέρωση. Ήταν γραμματέας του τμήματος της ΕΠΟΝ των χωριών Μουσταφάδες, Χλεμποτσάρι κ.λπ. και τον έβλεπα σαν υπεύθυνος από το επαρχιακό. Ο αδερφός του σκοτώθηκε στα Δεκεμβριανά, ήταν επονοελασίτης. Είχε άλλα τρία αδέρφια. Επέμεναν να πηγαίνω δυο με τρεις φορές τη βδομάδα να μένω στο σπίτι τους και να με ταΐζουνε. Μεγάλη η προσφορά. Το δε μαγαζί τους ήταν για μένα αποκούμπι και ορμητήριο. Δε θα ξεχάσω που η μάνα τους με ξεψείριασε. Με είχανε σαν παιδί τους στη θέση του χαμένου τους παιδιού, όπως και στου Μπλάζεβικ, όπου έμενα τέσσερις με πέντε μέρες τη βδομάδα. Στο σπίτι του Μπλάζεβικ έκανα μερικά ραντεβού τη βδομάδα. Από εκεί έστειλα κάμποσες δεκάδες σημειώματα με το ψευδώνυμο Φώτης.
Με τα σημειώματα είχα καλά αποτελέσματα. Βέβαια, χρειαζόταν κάποιος να τα πηγαίνει στα άτομα που προορίζονταν. Δεν ξέρω πώς, αλλά η επονίτισσα Δήμητρα, ανιψιά του αγωνιστή Κώστα Μπασιάκου του Θηβαίου, της επαρχιακής του ΕΑΝ, ύστερα από μια επαφή προσφέρθηκε πρόθυμα να αναλάβει σύνδεσμος. Ήταν δεκαοκτώ ετών, μόλις είχε βγάλει το γυμνάσιο. Ένα πλάσμα εξαιρετικό στην εμφάνιση, το ’λεγε η ψυχή της και εξυπνότατη. Όμως, πολλές φορές ερχότανε στο σπίτι που έμενα και χωρίς να υπάρχει λόγος. Πολλές φορές την απέτρεψα, αλλά αυτή επέμενε κι όλο μου ’λεγε: «Δεν μπορώ, δεν είμαι καλά, θα πεθάνω». Ένα πρωί μάθαμε πως η Δήμητρα, αυτός ο αετός, πέθανε. Σαν να έσκασε. Τότε, με τις ανώμαλες συνθήκες που ζούσαμε, σαν άλλη Κατοχή, πού να γίνει ειδική εξέταση να βρούνε την αιτία. Ήταν και ορφανή από μάνα. Όλοι την κλάψαμε, ήταν σπάνιο πλάσμα. Δεν ξέρω αν για το χαμό της τον αναπάντεχο έχω κι εγώ κάποια ευθύνη.
Από τη θέση μου του γραμματέα της ΕΠΟΝ του νομού, χρειάστηκε και πήγα τέσσερις με πέντε φορές στη Λιβαδειά. Ολόκληρη επιχείρηση. Με τα αυτοκίνητα της ΕΜΕΛ ή της ΟΥΝΡΑ που μεταφέρανε τρόφιμα και άλευρα. Ύστερα από συνεννόηση με έπαιρνε κανένα απ’ αυτά στην καρότσα, σκεπασμένο με τον μουσαμά και τυλιγμένο με κάνα νάυλον για να μην αλευρώνομαι. Κατέβαινα πριν τα μπλόκα χίλια με χίλια πεντακόσια μέτρα πριν την πόλη και μέσα από τα χωράφια πήγαινα στον προορισμό μου.
Εκτός από τις εφημερίδες και τα περιοδικά είχα την ευχέρεια και διάβασα μερικά βιβλία του Λένιν και τον Διαλεκτικό και ιστορικό υλισμό του Στάλιν. Τριάντα τρεις φορές, το ’χα μάθει απ’ έξω, παρακαλώ! Φυσικά, από τον Μάη του 1945 ώς τον Αύγουστο ήμουνα μόνος μου. Χωρίς τους άλλους δύο. Μεσολάβησε ένα ξεχωριστό γεγονός. Ένας χωρικός που με γνώρισε με κατέδωσε τον Ιούλιο στη Χωροφυλακή, που είχε αναλάβει πριν ένα μήνα. Ήρθαν στο σπίτι που έμενα και με συλλάβανε, ένας ενωμοτάρχης κι ένας χωροφύλακας. Επί μισή ώρα με τσακίσανε στο ξύλο, οργανωμένο, από τη μέση και κάτω με γροθιές, κλωτσιές και με τις λαβές των περιστρόφων τους. Δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου. Με συνόδευσαν στο τμήμα και με παρέδωσαν στον διοικητή μοίραρχο Σοϊμοίρη – γνωστό και ως τεταρτοαυγουστιανό. Με κρατήσανε στην απομόνωση τέσσερις μέρες και, επειδή δεν υπήρχαν στοιχεία και κατηγορίες για να δικαιολογήσουν την κράτησή μου, με δικάσανε στο Μονομελές της πόλης για παράνομο έρανο. Πληρώθηκε η ποινή μου και αφέθηκα ελεύθερος. Ήμουνα τόσο χάλια, που με περιμάζεψε ένα γειτονικό σπίτι. Μια βδομάδα ξάπλα και μου βάζαν βδέλες στα πόδια για να τραβήξουν το σκοτωμένο αίμα. Αυτό το γεγονός ήταν αφορμή να βγώ από παράνομος μισονόμιμος. Έτσι, δούλευα πιο αποτελεσματικά, με πολλές όμως προφυλάξεις για τους παρακρατικούς και χίτες.
Στο Κριεκούκι (Ερυθρές), που ανασυγκροτήθηκε γερή οργάνωση, πήγα πέντε φορές και είχα αρκετές επαφές, συνεργασίες και συσκέψεις. Ήτανε ανταρτομάνα. Κάπου διακόσιους είχε στον τακτικό ΕΛΑΣ κι άλλους τόσους στον εφεδρικό. Εκτός από μερικούς, στελέχη και καπετανέοι κάπως εκτεθειμένοι, ο όγκος των μελών δεν είχε φύγει, κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να υπάρχει κάποια ισορροπία. Άργησαν σχετικά να σημειωθούν κρούσματα με βασανιστήρια και συλλήψεις από παρακρατικούς. Ήταν εκεί η οικογένεια Μπεθάνη με τα τρία αδέρφια. Ο ένας ήταν ο κομματικός υπεύθυνος, ο μικρότερος υπεύθυνος της ΕΠΟΝ και ο μεγάλος υπηρετούσε στην εθνοφυλακή. Ήταν αρκετοί επονίτες αντάρτες που είχα γνωρίσει στο Κλειδί και στη Λιάτανη (δίπλα στα Δερβενοχώρια, Γενάρη-Φλεβάρη του 1944). Επίσης η Τσεβή (Παρασκευούλα) Φίλη,7 κόρη του τσαγκάρη, υπεύθυνη επονίτισσα. Σεμνή, απλή, έξυπνη και πανέμορφη. Επίσης, ο περίφημος Φώντας Λουκίδης, ο τυφλός που ’χε γιο δραστήριο επονίτη. Ήταν η οικογένεια Μπουτσίνη, που ο μεγάλος αδερφός, ο καπετάν Νικήτας, ήταν καπετάνιος του 1ου τάγματος του 34ου συντάγματος του ΕΛΑΣ που είχε καπετάνιο τον λαογέννητο Διαμαντή. Κομματικός υπεύθυνος του 34ου συντάγματος του Διαμαντή ήταν ο Γιώτης (Χαρίλαος Φλωράκης). Μετά τον χειμώνα του 1944 πέρασε στην 5η ταξιαρχία που έγινε αργότερα 2η μεραρχία.
Όσες φορές πήγα στο Κριεκούκι, καταλήγαμε στο καφενείο που ήταν πάντα γεμάτο τα βράδια. Δυο φορές όταν έφευγα, με παρέα και προφύλαξη, για να πάω σε κατάλυμα, θες από άστοχη ενέδρα, θες για τρομοκράτηση, με πυροβόλησαν παρακρατικοί χωρίς αποτέλεσμα. Μ’ αυτούς τους παρακρατικούς του Κριεκουκίου είχαμε ένα τρομερό περιστατικό. Ο πατέρας του Νίκου Ντάβου ήταν μικροεργολάβος οικοδόμος και γραμματέας του Εργατικού Κέντρου Θήβας. Θα ’τανε Σεπτέμβρης 1945, όταν με αυτοκίνητο πήγε στο Κριεκούκι για οικοδομική εργασία. Όπως γύριζε προς τον κάμπο, εκεί που πέρναγε ο Ασωπός ποταμός, του είχανε στήσει ενέδρα οι παρακρατικοί, τον σταμάτησαν και τον σκότωσαν με λοστούς. Έκανε τρομερή αίσθηση στη Θήβα. Με τρομοκρατία και απειλές, γιατί το γεγονός ξεσήκωσε τον κόσμο, τον θάψανε στο νεκροταφείο του συνοικισμού. Είχε γίνει τόσος ντόρος, που μετά από δύο βδομάδες αναγκάστηκαν οι κυβερνώντες να επιτρέψουν την εκταφή για να γίνει υπεύθυνη νεκροψία, που δέχτηκε να την κάνει με δυσκολία (λόγω της τρομοκρατίας) ο γιατρός Αγγελίδης. Παραβρέθηκα σ’ αυτή και όντως ήτανε χτυπημένος με λοστό στο κεφάλι και στο στήθος. Από ’κεί κι ύστερα; Τίποτα. Τα ’σκιαζε η φοβέρα...
Από τον Απρίλη, που ’χανε φύγει οι άλλοι δύο, ώς τον Σεπτέμβρη που ανέλαβε γραμματέας ο Μιλτιάδης Ζαχαράτος του γραφείου της περιοχής, ερχότανε παράνομος και παρακολουθούσε την περιφερειακή Βοιωτίας ο Κώστας Κολιγιάννης, γραμματέας της περιοχής. Όλοι κι όλοι εφτά οχτώ άνθρωποι, δύο από τη Λιβαδειά και οι υπόλοιποι απ’ τη Θήβα, αποτελούσαμε την περιφερειακή επιτροπή. Μας ανέλυσε την 11η ολομέλεια, τη 12η ολομέλεια και την προσυνεδριακή δουλειά για το 7ο συνέδριο του κόμματος τον Οκτώβρη 1945. Το πώς πραγματοποιούσαμε τη μάζωξη, ήτανε κάτι το ξεχωριστό: ολονυχτία στο περιβόλι του Χουχούμη (καπετάνιος λόχου του ΕΛΑΣ) έξω από την πόλη, νοτιοανατολικά, σε ανώμαλη τοποθεσία, με σκυλιά γυμνασμένα από τον Χουχούμη. Αν μας πιάνανε, θα μας σκοτώνανε με τσεκούρια οι παρακρατικοί. Κι ήτανε η εποχή που γυρνούσε το περίφημο 401 τάγμα του στρατού, βασανίζανε και σκοτώνανε.
Σ’ αυτές τις τρομερές συνθήκες της τρομοκρατίας, μολαταύτα, ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς μας νομιμοποιείται. Από τον όγκο των οργανώσεων του κόμματος, του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ, σχεδόν κανένα από τα στελέχη του δεν μπόρεσε να σταθεί και να δουλέψει έστω και παράνομα ή μισοπαράνομα. Ένα μικρό διάστημα στις αρχές ήτανε ο Τάσος Παπαναστασίου, ο διαφωτιστής και εκπολιτιστής της επαρχιακής ΕΠΟΝ. Ώσπου μια μέρα βλέπω στο δρόμο να τον συνοδεύουνε δυο χωροφύλακες αιμόφυρτο. Μάλλον τον πηγαίνανε για τυπική δίκη, για να δικαιολογήσουνε την κράτησή του. Κατέληξε στη φυλακή. Ενώ ο γραμματέας της επαρχιακής ΕΠΟΝ κρυβότανε, ώσπου έφυγε και παρουσιάστηκε στον στρατό, όπου και υπηρέτησε. Μόνο ο γραμματέας της Εθνικής Αλληλεγγύης της επαρχίας, Νίκος Παπανικολάου, κατόρθωσε να μην πιαστεί αυτή την περίοδο και όσο μπορούσε μας βοηθούσε.
Ένα βράδυ κατά τις εννιά, μετά τις δουλειές, για να πάω να μείνω στο σπίτι των Μπουρτζήδων, όπως ήτανε κανονισμένο, περνώντας κοντά από το κτήριο που ’χανε καταλάβει οι στρατιωτικοί-βασανιστές (στην Κατοχή το είχανε τα Ες-Ες), ακούω κάτι αγριοφωνάρες βασανισμένου. Την άλλη μέρα μαθεύτηκε ότι ήταν ο Νικολάου (Νικολού) από τα Χόστια, ο άντρας της δασκάλας. Μεταξύ των άλλων βασανιστηρίων του στρίβανε τα γεννητικά του όργανα. Μισοτελειωμένο από τα βασανιστήρια τον μετέφεραν κάπου έξω από την πόλη και τον αποτέλειωσαν.
Στην Κατοχή οι Γερμανοί είχαν συλλάβει εδώ, μεταξύ άλλων, δύο που τους πήρανε σε στρατόπεδο στη Γερμανία. Τον Γιώργο Ρούσσο και τον Γιώργο Αδριανό. Πραγματικοί λεβέντες και από τα καμάρια του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ της πόλης. Με το τέλος του πολέμου και μετά μερικές βδομάδες, γύρισε ο Γιώργος Ρούσσος σε κακά χάλια από τις κακουχίες. Ο Γιώργος Αδριανός δε φάνηκε. Ο Ρούσσος ήξερε ότι είχε αφήσει τα κόκαλά του στη Γερμανία, αλλά απόφευγε να το ανακοινώσει. Ήμουνα ενήμερος και προσπαθούσαμε να βρούμε τρόπο να το κάνουμε γνωστό στους δικούς του, που με ελπίδα τον περίμεναν. Τελικά, καθώς πέρασε ο καιρός κρίθηκε σκόπιμο να το ανακοινώσουμε στους δικούς του. Ανέλαβα προσωπικά να το πω στην αδελφή του, την επονίτισσα Σωσώ, που ’χα τακτική οργανωτική επαφή μαζί της και ιδιαίτερη φιλία. Το τι ακολούθησε σ’ όλη την οικογένειά του, δε λέγεται. Θρήνος και οδυρμός... Ο μεγάλος αδερφός του είχε φύγει κι έμενε στην Αθήνα για να μη συλληφθεί.
Οι οργανώσεις απλώνουν και ριζώνουν. Πολλές επαφές, κάποιες συσκέψεις και η αναδιοργάνωση προχωρεί. Στο τέλος Ιουλίου σπάει η μοναξιά μου. Η υπεύθυνη για τα οργανωτικά και ο γραμματέας της περιοχής Κώστας Κολιγιάννης μου στέλνουν για σύνδεση με την κομματική οργάνωση ένα νέο σύντροφο (καμιά τριανταριά χρονών) με το ψευδώνυμο Βασίλης (Γιώργος Μαρκαζίνος) από την περιφερειακή Αιγίου. Δυναμικός, το ’λεγε η ψυχή του. Βοήθησε αρκετά, με σχετικές παρατολμίες. Έκρινε σκόπιμο να πάει για δουλειά στο μεγαλοχώρι Βάγια, όπως πήγαινα εγώ στο Κριεκούκι. Δεν ήτανε, όμως, καλά προετοιμασμένη η δουλειά και τον πιάσανε. Οι παρακρατικοί τον τουλουμιάσανε στο ξύλο. Με δυσκολία γύρισε στη Θήβα κι αυτό γιατί ήτανε πολύ δυνατός. Έμενε σ’ ένα καλυβάκι δίπλα στην πόλη. Ήτανε άγνωστος, αλλά έπαιρνε τα μέτρα του. Ένα βράδυ, περνώντας κάθετα τον κεντρικό δρόμο για να πάω στο σπίτι του Ντάβου –είχα καθημερινή επαφή μαζί του– με σταματάει στη μέση του δρόμου ένας «άγνωστος». Ήτανε ο πρώην υπεύθυνος της ΕΤΑ (Επιμελητεία του Αντάρτη) της επιτροπής του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ βορειοανατολικά της πόλης (Τοπόλια-Κάστρο, Κόκκινο, Καρδίτσα-Ακραίφνιο, Λουκίκια, Πλατανάκι, Μωρίκι, Χάλια, Σίρτζι-Ύπατο κ.λπ.). Όμως, όπως είχε μαθευτεί στην απελευθέρωση, ήταν πράκτορας των Εγγλέζων που ’χανε βάση στην Κωπαΐδα. Η αγγλική εταιρεία ήταν άντρο της Ιντέλιτζενς Σέρβις. Ο κύριος αυτός (δέ θυμάμαι τ’ όνομά του) ήτανε από το Ακραίφνιο. Το χωριό ήτανε φτωχό και πολλοί, άντρες και γυναίκες, δουλεύανε εργάτες σε διάφορες δουλειές της εταιρείας. Όχι λίγοι απ’ αυτούς είχανε γίνει μυστικά όργανα των Εγγλέζων. Φυσικά, μεταξύ αυτών και ο αναφερόμενος. Μάλιστα, μια ομάδα μαζί μ’ αυτόν, πριν καλά καλά μπούνε στη Θήβα οι Εγγλέζοι, στις 7 Γενάρη 1945, πιάσανε τον γραμματέα του κόμματος του χωριού τους, τον Μπέρδο, και τον σκότωσαν ύστερα από φρικτά βασανιστήρια. Ε, αυτός, λοιπόν, ο άνθρωπος τι μου είπε: «Ρε Βασιλάκη, τι θες εδώ, φύγε, ρε παιδί μου, μη σε πιάσουνε και σε σφάξουνε». Γνωριζόμασταν, γιατί στην ίδια οργάνωση (τμήμα-Aχτίδα) πριν ένα χρόνο είχα κάνει γραμματέας της ΕΠΟΝ και μέλος του αχτιδικού γραφείου του κόμματος. Αν και ήμουνα Αθηναίος, είχα προσαρμοστεί και δεν είχα δημιουργήσει προσωπικά και προπαντός εχθρούς. Μ’ αγαπούσανε κατά κάποιον τρόπο.
Αυτό έγινε πριν με συλλάβει η Χωροφυλακή. Χρησιμοποιούσα το σπίτι της οικογένειας Παπαλάμπρου, του επονίτη Χάκη, σαν ορμητήριο για τις δουλειές μου. Το οίκημα (μεγάλο διώροφο) ανήκε στην οικογένεια Τσαρουχά.8 Πλούσιο αγροτόσπιτο, όπως και της οικογένειας Αδριανού. Ο γιος τους Κώστας έλειπε διωκόμενος. Ήτανε γραμματέας αχτίδας στην πόλη της Θήβας. Ο αδερφός του, δικηγόρος με γραφείο και κύρος στην πόλη, δεν ασχολιότανε υπεύθυνα. Μια μέρα έκρινε σκόπιμο να πάει μια βόλτα με τα πόδια σ’ ένα μεγάλο κτήμα που ’χανε στις αρχές του κάμπου έξω από το Πυρί. Όπως προχωρούσε στην άκρη του δρόμου, ένα εγγλέζικο στρατιωτικό αυτοκίνητο με μεγάλη ταχύτητα τον παρέσυρε και τον σκότωσε επί τόπου. Ήτανε καθαρή δολοφονία με σχέδιο και παρακολούθηση. Πολύ μεγάλο το κύρος της οικογένειας Τσαρουχά στη Θήβα. Έγινε χαμός στην πόλη από το αποτρόπαιο έγκλημα.


Τέλος Σεπτέμβρη 1945 είχε καθοριστεί να γίνει η προσυνεδριακή συνδιάσκεψη του ΚΚΕ της περιοχής στη Λαμία. Είχε προηγηθεί η προσυνεδριακή της περιφερειακής Βοιωτίας, στην οποία ανήκα και πήρα μέρος, με εισηγητή τον Κώστα Κολιγιάννη – ολονυχτία στο περιβόλι του Χουχούμη. Προτάθηκα με άλλους δυο ή τρεις να πάρω μέρος στην προσυνεδριακή της Λαμίας. Επειδή δεν ήτανε δυνατό να πάω μόνος μου, κανονίστηκε μια ορισμένη ημερομηνία, ώρα 10 με 11 το πρωί να πέρναγε ο Κολιγιάννης με άνθρωπο του Πολιτικού Γραφείου και σε ορισμένο σημείο να με πάρει με αυτοκίνητο του κόμματος, που ερχόταν από την Αθήνα. Περίμενα ώς τις 11.30 και δεν είχανε φανεί. Πετάχτηκα για πέντε λεπτά από ανάγκη μου στο σπίτι της Δήμητρας Τσιρίκου, που ήταν πολύ κοντά. Γύρισα αμέσως και ξαναπερίμενα ώς τις 12.30. Για κακή μου τύχη, είχαν περάσει σ’ αυτά τα πέντε λεπτά που ’λειψα.
Νοέμβρη μήνα, στα τέλη, ορίστηκε η προσυνεδριακή συνδιάσκεψη της ΕΠΟΝ Βοιωτίας για το 1ο συνέδριο της ΕΠΟΝ. Πραγματοποιήθηκε, φυσικά, παράνομα, γιατί το παρακράτος δρούσε στη Λιβαδειά. Πήραμε μέρος καμιά δεκαριά από τις δύο πόλεις. Η συνδιάσκεψη έγινε σ’ ένα σπίτι στη διάρκεια της νύχτας. Την παρακολούθησε από το κεντρικό συμβούλιο, που μας ανέλυσε τα προσυνεδριακά κείμενα, το μέλος της Γιάννης Μυριαγκός. Βγάλαμε μια μικρή αντιπροσωπεία για τη συνδιάσκεψη της περιοχής στη Λαμία. Προτάθηκα από τον εκπρόσωπο του Κεντρικού Συμβουλίου και τυπικά για γραμματέας του νομού. Εκλέχτηκα ομόφωνα.
Οι οργανώσεις της Θήβας και της Λιβαδειάς δένουνε και ισχυροποιούνται. Τη δεύτερη βδομάδα του Σεπτέμβρη έρχεται από την περιοχή και αναλαμβάνει γραμματέας του κόμματος ο Μιλτιάδης Ζαχαράτος. Η συνεργασία μου μαζί του ήτανε άψογη. Έδειχνε μεγάλη κατανόηση και εκτιμούσε κι εμένα και στο πρόσωπό μου την οργάνωση της νεολαίας. Ήρθανε κι άλλα στελέχη ΕΑΜικά και κομματικά με τη σχετική νομιμότητα που αποκτούσαμε και βοήθησαν πολύ. Δεν αναφέρω κανένα όνομα, γιατί, εκτός από ορισμένες περιπτώσεις, οι περισσότεροι δεν είχανε ανάλογη συνέχεια με φυλακές, εξορίες, Μακρονήσι κ.λπ. Παρά τις πολλαπλές δυσκολίες και διώξεις, πραγματοποιήθηκε και η προσυνεδριακή συνδιάσκεψη της ΕΠΟΝ περιοχής Ρούμελης και Εύβοιας στη Λαμία στα τέλη του Νοέμβρη. Σχετικά νόμιμα, σε μια αίθουσα. Από τη Βοιωτία πήραμε μέρος τρία μέλη. Εκλέχτηκε συμβούλιο περιοχής, όπου συμμετείχαμε όλοι οι γραμματείς των πέντε νομών. Βγήκε πενταμελές καθοδηγητικό γραφείο και εγώ με τον Βασίλη Καΐλα της Φθιώτιδας αναπληρωματικοί. Γραμματέας ο Κουφοδήμος, που στην Κατοχή ήτανε επικεφαλής επονοελασίτικων υποδειγματικών ομάδων του ενεργού ΕΛΑΣ της Ρούμελης. Μετά τη συνδιάσκεψη της Βοιωτίας ανέλαβε να καθοδηγεί από μέρους του πενταμελούς ο Νίκος Μανιάς.9 Προηγούμενα ήταν μέλος του γραφείου της περιφερειακής Λοκρίδας. Εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Θήβα εκμεταλλευόμενος τη σχετική νομιμότητα. Είχε ήδη δυναμώσει η οργάνωση της Θήβας. Τι διάολο είχανε μαζί μου στη Χωροφυλακή, και ιδιαίτερα ο έμπειρος και βαμμένος από την 4η Αυγούστου μοίραρχος διοικητής Σοϊμοίρης! Όταν τον επισκέπτονταν διάφορες επιτροπές πλαισιωμένες με στελέχη της οργάνωσης για να διαμαρτυρηθούνε για διάφορα ζητήματα, για τους παρακρατικούς και χίτες, όλο έβαζε το ίδιο ζήτημα: «Να τον διώξετε αυτόν». Πολύ επέμεναν. «Αυτός» ήμουνα εγώ. Τόσο πολύ τους είχα μπει στο μάτι; Μα δεν έκανα ούτε προκλήσεις ούτε επιδείξεις, εκμεταλλευόμενος τη σχετική νομιμότητα. Η οργάνωση, όμως, τόσο είχε προχωρήσει, στη Βοιωτία, ώστε έγινε εύφημος μνεία από την περιοχή, πως ήτανε η πιο δεμένη οργανωτικά από τους πέντε νομούς.
Είχαμε πολύ καλή κυκλοφορία του περιοδικού της ΕΠΟΝ Νέα Γενιά. Στην πανελλαδική καμπάνια με στόχο να φοριέται όσο το δυνατό από τα μέλη το σήμα της ΕΠΟΝ, είχαμε μεγάλη επιτυχία και δινόντουσαν πραγματικές μάχες τα βράδια στους κεντρικούς δρόμους της πόλης με τους παρακρατικούς και χίτες. Έλαμψε η δραστηριότητα και μαχητικότητα του Νίκου Ντάβου και της Δήμητρας Τσιρίκου. Είχε προταθεί από το κεντρικό συμβούλιο της ΕΠΟΝ, με την ευκαιρία των γιορτών των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, να το εκμεταλλευτούνε οι οργανώσεις και να οργανώσουνε μαζικές επονίτικες παρέες με όργανα και τραγούδι, να πούνε τα κάλαντα. Με δυο ακορντεόν και δυο κιθάρες και καμιά δεκαριά επονίτες και επονίτισσες γύρισαν όλες τις γειτονιές της πόλης. Μαζεύτηκαν αρκετά χρήματα και είχε πολύ καλή υποδοχή από τους κατοίκους με χαρές, χειροκροτήματα και προσφορές. Στη Νέα Γενιά γράφτηκε πως τα καλύτερα και πιο πετυχημένα κάλαντα ακούστηκαν στη Θήβα και στα Χανιά. Τραντάχτηκε και η τρομοκρατία...
Ο μόνιμος καθοδηγητής από το πενταμελές της περιοχής ήταν ο Νίκος Μανιάς που προερχότανε από την κομματική οργάνωση της Λοκρίδας και πέρασε στην ΕΠΟΝ μετά από κάτι ανακατατάξεις. Ήτανε πολύ ικανός και δραστήριος. Όμως κάπνιζε σαν αράπης και ήτανε πολύ νευρικός, και μερικές φορές συγκρουστήκαμε· ενώ μ’ όλους τους συνεργάτες τα πήγαινα καλά. Άλλωστε, είχαμε και τόσες αναγνωρισμένες επιτυχίες από το γραφείο περιοχής του κόμματος και της ΕΠΟΝ. Με τον γραμματέα της περιφερειακής του κόμματος από τα μέσα του Σεπτέμβρη, τον Μιλτιάδη Ζαχαράτο, είχαμε πολύ καλή συνεργασία και εδήλωνε τις καλύτερες διαθέσεις για τους νεολαίους.
Το συνέδριο της ΕΠΟΝ είχε προγραμματιστεί να συνέλθει πριν το τέλος του 1945. Τελικά, πραγματοποιήθηκε μετά τις γιορτές στις αρχές του Γενάρη 1946. Ήτανε το πρώτο και είχε δοθεί πανηγυρικός χαρακτήρας. Πήρανε μέρος αντιπροσωπείες απ’ όλα τα μέρη της χώρας μας. Παρά την τρομοκρατία, τις συλλήψεις, τις φυλακίσεις, τα βασανιστήρια, τις δολοφονίες που γίνονταν οργανωμένα για τη γενίκευση του ολοκληρωτικού εμφυλίου πολέμου. Στο συνέδριο παραβρέθηκε και ο γενικός γραμματέας της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας της Δημοκρατικής Νεολαίας Γκυ ντε Ποαζόν. Κάθε αντιπροσωπεία έφερνε και κατέθετε τον δικό της προβληματισμό από τις δικές της ξεχωριστές συνθήκες.
Είχαμε και σχετικό πολιτιστικό πρόγραμμα: θέατρο, χορωδίες, ποδόσφαιρο από τις μεικτές επονίτικες ομάδες Αθήνας και Πειραιά, στις οποίες συμμετείχαν όλες σχεδόν οι ποδοσφαιρικές φίρμες του κέντρου. Ιδιαίτερα του Πειραιά.
Τα θέματα του συνεδρίου: η πολιτική κατάσταση της χώρας μας, τα προβλήματα της ελληνικής νεολαίας και η πορεία της ΕΠΟΝ, το πρόγραμμα της οργάνωσης, η διακήρυξη της ΕΠΟΝ και η εκλογή νέου Κεντρικού Συμβουλίου.
Αν και ήμουν Αθηναίος, όλα μου έκαναν μεγάλη εντύπωση, σαν να είχα έρθει για πρώτη φορά στην Αθήνα. Έλειπα τέσσερα ολόκληρα χρόνια από τα χώματα που γεννήθηκα και μεγάλωσα. Σ’ αυτά τα λίγα χρόνια που μεσολάβησαν, πραγματοποιήθηκαν κοσμοϊστορικά γεγονότα για όλο τον κόσμο, την πατρίδα μας, τον λαό μας και τη νεολαία μας. Πολλά με εντυπωσίασαν στο συνέδριο. Να κάτι που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Έμαθα πως ο γραμματέας της Κρήτης, Αντώνης Μπριλλάκης, είχε κάνει κρατούμενος τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής σε στρατόπεδο της Γερμανίας. Κι όμως δεν τον είχε προτείνει το απερχόμενο όργανο για το Κεντρικό Συμβούλιο. Μου ’κανε τέτοια εντύπωση, που μαζί με κάμποσους που πρότειναν διάφορους από κάτω, σηκώθηκα και πρότεινα τον Μπριλλάκη. Όταν βγήκανε τ’ αποτελέσματα από την ψηφοφορία, είδα ότι είχε εκλεγεί. Μέσα στην αγωνιστική και πανηγυρική ατμόσφαιρα του συνεδρίου έλαμψαν μια σειρά αντιπρόσωποι. Θυμάμαι ιδιαίτερα τον Πέτρο (Δημήτρη Δεσποτίδη), τον Κίμωνα (Κώστα Φιλίνη), τον Σταμάτη (Σταύρο Γιαννακόπουλο-Πέτρο Ανταίο) και, φυσικά, τον Φώκο Βέτα και τον Νίκο Ακριτίδη. Με το τέλος των εργασιών του συνεδρίου, την άλλη μέρα, ξεκίνησα με το λεωφορείο να επιστρέψω στην έδρα μου, τη Θήβα.
Στην πορεία έκρινα σκόπιμο να κατέβω στο Κριεκούκι (Ερυθρές). Μ’ αυτή την ευκαιρία είπα να κάνω και οργανωτική δουλειά. Μάλιστα, σταμάτησα το λεωφορείο στο έμπα του χωριού και μπήκα στο σπίτι του επονίτη Τάκη Λουκίδη. Ο πατέρας του ήτανε τυφλός, αλλά θαυμάσιος αγωνιστής, αντιστασιακός. Μόλις είχε βραδιάσει και τους βρήκα στο τραπέζι. Με εγκαρδιότητα με τραπεζώσανε κι άρχισε σχετική συζήτηση. Είχα σκοπό αν προλάβαινα να κάνω καμιά επαφή, καμιά συνεργασία και την άλλη μέρα να έφευγα με προφυλάξεις για τον προορισμό μου, τη Θήβα. Δεν πέρασε λίγη ώρα και να ’σου ο υπενωμοτάρχης μ’ ένα χωροφύλακα. Με συλλαμβάνουν και με οδηγούνε στο τμήμα. Φαίνεται κάποιος δεξιοφασίστας θα με αντιλήφθηκε και με κατέδωσε. Όπως φάνηκε, ενημερώθηκαν και οι οργανωμένοι εθνικόφρονες αντιδραστικοί, που μέσα σ’ αυτούς ήτανε και παρακρατικοί. Όμως, από τον επονίτη Τάκη του σπιτιού ειδοποιήθηκε και η οργάνωσή μας, επονίτικη και κομματική. Στο τμήμα διαμαρτυρήθηκα στον ανθυπασπιστή διοικητή λέγοντάς του ότι έρχομαι από το συνέδριο της ΕΠΟΝ δείχνοντάς του και την κάρτα του συνεδρίου. Θορυβήθηκαν και μετά από κάμποση ώρα μου λένε: «Είσαι ελεύθερος». Έξω από το τμήμα, στην πλατεία, ήτανε μαζεμένοι κάμποσοι εθνικόφρονες, αλλά και όχι λίγοι της οργάνωσής μας, οι οποίοι δεν φεύγανε αν δεν αποχωρούσαν πρώτα οι εθνικόφρονες-δεξιοί. Ύστερα από διαπραγματεύσεις του διοικητή του τμήματος φύγανε και οι μεν και οι δε. Μετά απ’ αυτό με διαβεβαίωσαν πως δεν πρόκειται να πάθω τίποτα και μπορούσα να φύγω. Αρνήθηκα να φύγω από το τμήμα και ζήτησα να με συνοδεύσει ο υπενωμοτάρχης κι ένας χωροφύλακας, ώς το σπίτι που θα τους έδειχνα να με πάνε. Με χίλιους δυο κινδύνους και προφυλάξεις τους οδήγησα στο σπίτι της οικογένειας Μπεθάνη με τους τρεις γιους. Ο ένας υπεύθυνος της ΕΠΟΝ και ο άλλος υπεύθυνος του κόμματος. Σ’ όλη τη διαδρομή, τα μάτια μου δεκατέσσερα μη μας παρακολουθούσανε. Αμέσως, αφού με παρέδωσαν οι χωροφύλακες, στον επονίτη-μαχητή (ξεχνάω τ’ όνομά του) που το ’λεγε η ψυχή του, με παίρνουν και με πάνε στο σπίτι του με χίλιες προφυλάξεις. Το σπίτι του ήτανε στην άκρη του χωριού, δυτικά προς το χωριό Κόκλα (Πλαταιές). Εκείνο το βράδυ, 10 Γενάρη 1946 κοιμηθήκαμε, αν κοιμηθήκαμε, με τσεκούρια στο προσκέφαλό μας για παν ενδεχόμενο.
Την άλλη μέρα πρωί πρωί έπρεπε να φύγω για τη Θήβα. Το λεωφορείο αποκλείστηκε. Ιδιωτικό μέσο δεν υπήρχε. Τι να κάνω; Από το κάτω μέρος, στο βορινό άκρο του χωριού, που δεν υπήρχε κίνηση, παίρνω το ρίσκο να πάω στη Θήβα με τα πόδια. Υπήρχε το προηγούμενο πριν τρεις μήνες, όπου στο δρόμο πάνω είχανε στήσει ενέδρα και σκοτώσανε με λοστούς το γραμματέα του Εργατικού Κέντρου Θήβας, τον Ντάβο, τον πατέρα του περίφημου επονίτη αγωνιστή Νίκου Ντάβου. Η απόσταση Κριεκούκι-Θήβα είναι δώδεκα χιλιόμετρα και ο δρόμος, στα περισσότερα τμήματά του, ευθύς. Έκανα μια ώρα, το περισσότερο τρέχοντας. Όταν πλησίασα στη Θήβα, ένιωσα σαν να αναστήθηκα περνώντας και αυτή την παράξενη δοκιμασία. Στη Θήβα οι συνεργάτες μου, καθώς τους ιστορούσα όσα έγιναν, την ταλαιπωρία και το ρίσκο με τον ποδαρόδρομο, όλοι, σαν συνεννοημένοι, μου έλεγαν: «Μα τρελός είσαι;».
Μετά μια βδομάδα από το τέλος του συνεδρίου, αφού είχαμε συνεννοηθεί με τον Μυριαγκό από την Αθήνα, συνήλθε το νομαρχιακό στη Λιβαδειά, νύχτα στο ίδιο σπίτι με προφύλαξη, σαν να είμαστε παράνομοι. Μας ανέλυσε τις αποφάσεις του συνεδρίου. Ακόμα δεν είχανε δημοσιευτεί, αλλά, όπως μας διαβεβαίωσε, είχε κρατήσει εκτενείς σημειώσεις.
Αρχές Φλεβάρη πήγα πάλι στο Κριεκούκι για επονίτικη και κομματική δουλειά. Είχανε στο μεταξύ δημοσιευτεί οι αποφάσεις και η διακήρυξη του συνεδρίου. Άλλωστε, με την επέκταση και το δυνάμωμα της οργάνωσης μπορούσανε και ερχόντουσαν κάμποσοι συνεργάτες μας από το Κριεκούκι.
Τους δυο μήνες του 1946, με σχετική σύνδεση που είχαμε με στελέχη της δυτικής επαρχίας και μερικούς αντάρτες που κρυβόντουσαν στον Ελικώνα πάνω από το χωριό Χόστια, μας ζήτησαν και τους στείλαμε δυο φορές γράσσο. Το θέλανε γιατί, προφανώς, κρύβανε κάποια όπλα. Η οργάνωση φουντώνει, γραφεία του ΕΑΜ και του κόμματος έχουνε ανοίξει και τυπικώς χρησιμοποιούνται τα στελέχη που δεν διώκονται, δρούνε νόμιμα με τις απαραίτητες προφυλάξεις, γιατί λειτουργεί και το παρακράτος με τους χίτες με κάλυψη της Χωροφυλακής, που δρα και αυτή «νομίμως» με όλα τα μέσα σαν νόμιμη εξουσία.
Έχει ήδη από μήνες που κυκλοφορεί περιοδικώς το όργανο του ΕΑΜ Λυτρωτής. Ο δε καπετάνιος του ΕΛΑΣ Καρτερός, ντόπιος Θηβαίος, έχει ανοίξει το μαγαζί του και δουλεύει κανονικά. Βοηθούσε και την οργάνωση όσο μπορούσε και έκανε το γάμο του με την αραβωνιαστικιά του Θεανώ Βούλγαρη, που ήταν μέλος του αχτιδικού γραφείου του κόμματος στην πόλη.
Κεντρική γιάφκα για συναντήσεις με συνδέσμους από την Αθήνα στην πόλη μας ήτανε το καφενείο του Ρούσσου στο κέντρο της πόλης. Μεγάλη η συμβολή του. Τ’ αδέρφια του Γιώργου, πρώην κρατούμενου σε στρατόπεδο της Γερμανίας, ο Νίκος ο θαυμάσιος επονίτης, και ο άλλος αδερφός του, που κυρίως αυτός κράταγε το καφενείο, κάνανε υπεύθυνη δουλειά. Σε έσχατη ανάγκη γινότανε χρήση του σπιτιού που έμενα, του Μπλάζεβικ.


Στην Αθήνα

Σαν να ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για την αποστολή που ’χα αναλάβει. Μπορώ να πω πως από τον Νοέμβρη του 1945, με την επέκταση και το δέσιμο των οργανώσεων και του ΚΚΕ και της ΕΠΟΝ, και την ανοιχτή δράση πολλών στελεχών, μπορούσα να ζητήσω να κατέβω στον τόπο μου, την Αθήνα. Είχαμε έρθει στη Βοιωτία τρεις. Ο Ηρακλής (καθοδηγητής), ο Γεραμάνης κι εγώ. Οι δυο, από τον Απρίλη, έφυγαν μέσω Χαλκίδας για την Αθήνα. Έτσι, χωρίς αντίρρηση η περιοχή της ΕΠΟΝ και του ΚΚΕ έδωσαν τη συγκατάθεση. Ήδη, το τελευταίο τετράμηνο η δουλειά της ΕΠΟΝ ήτανε στα χέρια του καθοδηγητή μου του πενταμελούς της περιοχής Νίκου Μανιά. Στις 18 Μαρτίου 1946 αφήνω τη Θήβα, τη δεύτερη πατρίδα μου, και κατεβαίνω στην Αθήνα (Καλλιθέα) τη γενέτειρά μου. Δεν ξεχνάω όσους με κίνδυνο, στις δύσκολες κι επικίνδυνες συνθήκες του 1945 με βοήθησαν και συμπαραστάθηκαν στην τόσο τραχιά, αλλά και όμορφη αποστολή μας. Για την ιστορία τους αναφέρω πάλι: Νίκος Ντάβος, Δήμητρα Τσιρίκου, Βαγγέλης Πλατσούκας, Νίτσα Κολινίκα, Χάρης Παπαλάμπρου, Νίκος Ρούσσος, Ελισάβετ Μωραΐτη, Μιχάλης Δεληκωσταντής, Κώστας Μπάκας, Μαρία Βούλγαρη (ή Λούλη), Αριστόδημος Καρζής, Ν. Παπανικολάου, Τάσος Παπαναστασίου, Δήμητρα Μπασιάκου, Χουχούμης, Τσεβή Φίλη, αδερφοί Μπεθάνη και τόσοι άλλοι. Όχι και μικρός ο αριθμός, να ’ναι καλά όπου κι αν βρίσκονται.
Οι μέρες και οι βδομάδες περνάνε με το παρακράτος και την τρομοκρατία να γενικεύονται. Παρά τις τεράστιες προσπάθειες από τους αγωνιστές, οι νεοκατακτητές Εγγλέζοι, με τα τσιράκια τους τους μοναρχοφασίστες, οδηγούνε τη χώρα μας και το λαό μας στο μεγάλο και γενικό μακελειό, τον εμφύλιο πόλεμο. Πριν ένα χρόνο, με τη συμφωνία της Βάρκιζας, στις 12 του Φλεβάρη 1945, και άγνοια έχουμε και αυταπάτες τρέφουμε πως η κατάσταση θα ομαλοποιηθεί κι εμείς θα νομιμοποιηθούμε. Μόνο αυτό δεν έγινε. Απεναντίας, οι παραβιάσεις ακολουθούσαν η μία την άλλη και οι δυσκολίες πολλαπλασιάζονται. Όμως, και οι προσπάθειές μας πολλαπλασιάζονται, παρά τις ψευδαισθήσεις από τη συμφωνία της Βάρκιζας.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Ο Πλούτης Γεραμάνης, από το Καπαρέλι, ήταν γραμματέας του τμήματος των χωριών Καπαρέλι, Παραπούγκια, Καραντάς κ.λπ. της ΕΠΟΝ. Στη συνδιάσκεψη της Ρούμελης τον Ιούλη του 1944 στο Μοζίλο του Καπερνησιού η καθοδήγηση τον διόρισε γραμματέα της πόλης Λιβαδειάς της ΕΠΟΝ.

2. Ο Φίλιππος Όργασλης, από τη Νίκαια. Πριν από το 1955 είχε τοποθετηθεί στην κομματική οργάνωση Θεσσαλονίκης. Όταν διαπιστώθηκε πως το στέλεχος της οργάνωσης Γουσόπουλος είχε περάσει στην υπηρεσία της Ασφάλειας, σχεδιάσανε έντεχνα τη μετάβασή του έξω, στην καθοδήγηση του κόμματος, για να τον κρατήσουν εκεί και για τα περαιτέρω. Ο Ζαχαριάδης, όμως, τον έστειλε πίσω με την εντολή να δουλεύει και γι’ αυτούς (την Ασφάλεια) και για μας (το κόμμα). Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ο Φίλιππας Όργασλης να σκάσει, να πεθάνει απ’ τον καημό του γι’ αυτό το ανοσιούργημα του Ζαχαριάδη.

3. Ελ Ντάμπα, Αίγυπτος: εκεί μάζευαν οι Εγγλέζοι Έλληνες αγωνιστές στα και μετά τα Δεκεμβριανά.

4. Ο καπετάν Κρόνος ήταν καπετάνιος στο 2ο τάγμα του 34ου συντάγματος. Καπετάνιος του Συντάγματος ήταν ο λαογέννητος Διαμαντής. Σκοτώθηκε στο Δημοκρατικό Στρατό μαζί με τον Πλούτη Γεραμάνη το 1948, στην τοποθεσία Ψάθα κοντά στο Πόρτο Γερμενό Αττικής.

5. Ο Γιάννης Κατσιμίχας ήταν Ελασίτης, από τα παλικάρια, στο τάγμα του Κρόνου. Το 1947 πέρασε στο Δημοκρατικό Στρατό και τον εντάξανε στην Πελοπόννησο. Επειδή ήξερε την Αθήνα και το ’λεγε η ψυχή του, τον είχανε σύνδεσμο με την οργάνωση της Αθήνας. Μια μέρα του 1948 τον πιάσανε στην Κοκκινιά. Πέρασε απ’ την Ασφάλεια μ’ όλα τα παρεπόμενα χωρίς να σπάσει. Ορίστηκε η δίκη του σε στρατοδικείο.
Μαζί και ο μικρότερος αδερφός του. Ο αδερφός του καταδικάστηκε σε θάνατο 3 με 2. Ο Γιάννης, μόλις άκουσε την απόφαση δίς σε θάνατο σπάει. Δεν τον εκτελούνε, αφού τους βοήθησε. Τον ντύνουν στρατιώτη και τον στέλνουν στο Μακρονήσι. Αφού έγινε αλφαμίτης, κατάντησε ένας από τους μεγάλους βασανιστές στο Α´ ΕΤΟ με υποδιοικητή τον μετέπειτα δικτάτορα Ιωαννίδη.

6. Κώστας Κολιγιάννης, γραμματέας του ΚΚΕ, από το 11 (μετά τον Ν. Ζαχαριάδη) έως το 1970.

7. Η Τσεβούλα (Παρασκευούλα) Φίλη ήταν υπεύθυνη των κοριτσιών της ΕΠΟΝ Κριεκουκίου και του αντίστοιχου τμήματος. Στην περιφερειακή επιτροπή του κόμματος δεύτερος γραμματέας ήτανε ο Ηλίας Σφυρής – της αεροπορίας. Το ’παιζε σκληρός στους συντρόφους του. Είχε θωριά και ευχέρεια στο λόγο. Ε, αυτός, δεν ξέρω πώς, την άρπαξε την Τσεβούλα σαν γυναίκα του και πήγανε και ενταχθήκανε στο Δημοκρατικό Στρατό της Πελοποννήσου και σε κάτι εκκαθαριστικές από τις ορδές του άλλου Ιμπραΐμ, Πετζόπουλου, σκοτώνεται η Τσεβούλα, πιάνεται ο Ηλίας Σφυρής και αφού τα ’κανε όλα ο «σκληρός», μεταφέρθηκε στο ΕΣΑΪ του Α´ ΕΤΟ του Μακρονησιού.

8. Ο Κώστας Τσαρουχάς ήταν γραμματέας στην αχτιδική επιτροπή της πόλης της Θήβας. Πιάστηκε το 1948, πέρασε στρατοδικείο, τον καταδίκασαν σε θάνατο και τον εκτέλεσαν.

9. Ο Νίκος Μανιάς μετά το 1946 εντάχθηκε στο Δημοκρατικό Στρατό και πέρασε όλες εκείνες τις τρομερές δοκιμασίες στα βουνά της Ρούμελης. Ήτανε υπαξιωματικός της αεροπορίας, τηλεγραφητής.


(από το βιβλίο: Βασίλης Λασκαρίδης, Από τον Δεκέμβρη στον Εμφύλιο και 134 μήνες εξορία, Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Μαρτυρίες V, Βιβλιόραμα, 2006)