Ασωπία

H MΠΟΛΙΑ ΤΗΣ ΝΕΡΑΪΔΑΣ

(ΧΛΕΜΠΟΤΣΑΡΙ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΤΑΝΑΓΡΑΣ ΤΩΝ ΘΗΒΩΝ)

Ο Σταμάτης Νίκας από το χλεμποτσάρι είδε μία φορά στο ποτάμι τον Ασωπό τις νεράιδες να πλένουν τα πουκάμισά τους και να τα απλώνουν στα κλαριά για να στεγνώσουν.
Εχήμηξε κι άρπαξε μία από τις μπόλιες που ήταν απλωμένες και την έκρυψε στον κόρφο του. Σαν τον είδαν οι νεράιδες πήραν τις μπόλιες των και έφυγαν. Εκείνη όμως που της άρπαξε την μπόλια ο Νίκας δεν μπορούσε να ακολουθήσει τις άλλες , και έμεινε και τον παρακαλούσε να της δώσει πίσω την μπόλια.
Εκείνος όμως δεν την έδινε, και μάλιστα για να μην του φύγει η νεράιδα , έκρυψε την μπόλια σε μια καρυδόκουπα. Μετά από όλα αυτά λοιπόν την πήρε γυναίκα του και ζούσαν μαζί μέχρι τα βαθιά γεράματα. Δημιούργησαν μάλιστα και οικογένεια, αλλά όλα τα παιδιά τους ήσαν κορίτσια κανένα αγόρι .
Σε κάθε γιορτή η πανηγύρι η νεράιδα του ζητούσε την μπόλια , για να στολιστεί και να πάει στο χορό . Αυτός όμως δεν της την έδινε και καλά έκανε .
Μια φορά όμως ύστερα από πολλά χρόνια, που ήσαν πλέον γέροι την ημέρα της λαμπρής η γριά νεράιδα του ζήτησε πάλι την μπόλια, λέγοντάς του. Τι φοβάσαι τώρα που γεράσαμε και έχουμε και τόσες θυγατέρες;
Ο γέρος την άκουσε , έβγαλε από το καρύδι την μπόλια και της την έδωσε.
Η νεράιδα στολίστηκε πήγε στο χορό και άρχισε να χορεύει. Στο τρίτο γύρο του χορού όμως ήρθαν οι άλλες νεράιδες , την άρπαξαν και σηκώθηκαν ψηλά και χάθηκαν .
Η νεράιδα όμως ερχόταν συχνά και έβλεπε τα παιδιά της.
Όλες οι γυναίκες από την οικογένεια του Σταμάτη Νίκα είναι πολύ όμορφες, και έχουν ωραία γαλανά μάτια. Αυτό είναι γιατί η μάννα τους ήταν νεράιδα, και οι νεράιδες είναι όμορφες με γαλανά μάτια .

-----------------------------------------------------------------------------------------------------

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΜΠΑΝΑΣ ΤΟΥ ΑΙ –ΛΙΑ ΣΤΗΝ ΑΣΩΠΙΑ

Γράφει ο Δ. Μαρίνης τ. Αρχιεπιθεωρητής Οργανισμού Σιδηροδρόμων –  …  κι ήρθανε χρόνοι δίσεκτοι χρόνοι καταραμένοι …θρηνεί κάθε τόσο η δημώδης μούσα μας , αφού η δύστηνος μοίρα  της φυλής μας , δεν σταματάει να μας φέρνει συμφορές , πολέμους , καταστροφές . Μια φοβερή συμφορά έπληξε την χώρα μας την Άνοιξη του 1941 , όταν ο Αδόλφος Χίτλερ , βλέποντας την ανικανότητα του συμμάχου του Μουσολίνι να υποτάξει την Ελλάδα , έστειλε την σιδηρόφρακτη πολεμική μηχανή του και υποδούλωσε , μαζί με τις άλλες χώρες της Ευρώπης και την πατρίδα μας .
Για την απερίγραπτη τετραετία ( 1941 – 1944 ) όπου πρωταγωνίστησε το απάνθρωπο πρόσωπο του ναζισμού και του φασισμού αλλά και το μεγαλείο της Ελληνικής ψυχής , έγραψε η ιστορία .
Εμείς δεκάχρονοι πιτσιρικάδες τότε ,τρέχαμε περίεργοι να παρακολουθήσουμε περιστατικά και ιστορίες , που εκτυλίσσονταν μέσα στην δίνη του κατοχικού δράματος .


   Η καμπάνα του Προφήτη Ηλία στην Ασωπία. Διακρίνεται το χωριό.



Εξωκλήσι Προφήτη Ηλία




      
ΜΙΑ ΤΕΤΟΙΑ ΙΣΤΟΡΊΑ ΕΙΝΑΙ Η ΠΑΡΑΚΑΤΩ:

Οι κατακτητές είχαν δημιουργήσει ένα μεγάλο εργοτάξιο καταναγκαστικής εργασίας κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής , από το σιδηροδρομικό σταθμό της Μαλακάσας μέχρι το σταθμό των Θηβών . Περιλάμβανε δηλαδή τους σταθμούς Οινόης , Τανάγρας , Ελαιώνα , Υπάτου , και Θηβών . Εκεί οι σκλάβοι πατεράδες , οι θείοι , οι παππούδες μας , με βαριές , βαριοπούλες , πικούνια , κασμάδες , λοστούς , έσπαζαν τους βράχους που έβγαζαν , από τα νταμάρια του Υπάτου και της Μαλακάσας , και με το χαλίκι ενίσχυαν την σιδηροδρομική γραμμή , ώστε να αντέχει στα βαριά τρένα που μετέφεραν πολεμικό υλικό ,άρματα , στρατό , αιχμαλώτους , μελλοθανάτους κ.λ.π.
Έτσι , καθένα από τα χωριά μας , Σχηματάρι , Μπράτσι , ( Τανάγρα ) , Χλεμποτσάρι ( Ασωπία ) , Μουσταφάδες ( Καλλιθέα ) , Δρίτσα ( Άρμα ) , Σπαϊδες ( Ελαιώνας ) , Σύρτζι ( Ύπατον ) κ.λ.π. υποχρεώνονταν να στέλνει καθημερινά ορισμένο αριθμό σκλάβων να δουλεύουν θρυμματίζοντας βράχους … ζωντανοί σπαστήρες !
Στο σιδηροδρομικό σταθμό Τανάγρας είχε στρατοπεδεύσει ένας λόχος Ιταλών στρατιωτών , επιφορτισμένος με την επίβλεψη αυτών των εργασιών . Τότε υπηρετούσε στο σταθμό σαν << φύλακας διαδρομής >>  ο Νιόνιος , ένας << ωραίος άνθρωπος από το Τζάντε , λάτρης της καντάδας , που με την κιθάρα του τραγουδούσε όταν δεν είχε υπηρεσία , απολαμβάνοντας απέναντι στο κιόσκι του φτωχοκαφενέ , δύο ελιές και ένα ποτήρι κρασί .
Γνωρίζοντας δε καλά την Ιταλική γλώσσα , έπιασες φιλία με έναν Ιταλό υπαξιωματικό , που και αυτός ήταν κανταδόρος και κιθαρωδός .
Έκαναν παρέα , έψηναν στη θράκα τους << μεζέδες >> που αλίευαν πιο κάτω στον Ασωπό και έτρωγαν .
Καβούρια ο Έλληνας και βατραχοπόδαρα ο Ιταλός .
Έβρεχαν τα λαρύγγια τους με ρετσίνα και άρχιζαν τα << ω μπέλα μία Νάπολι ! .. του Ιταλού ή το << όταν ο πόλεμος τελειώσει , κάνουμε σχέδια τόσοι και τόσοι >> του Έλληνα . Έτσι με την κιθάρα και το ποτήρι , ο Ιταλός χαλάρωσε , ανοίχτηκε , και εξoμολογήθηκε στον Νιόνιο τα αντιφατικά αισθήματα και το μίσος του για τον Μουσολίνι και τον Χίτλερ . Είπε ακόμα στον Νιόνιο , ότι στην Πατρίδα του είχε με τον πατέρα του εργοστάσιο εκρηκτικών μηχανισμών , ναρκών , βομβών , βλημάτων κ.λ.π.
Όταν η Ιταλία έχασε το πόλεμο και συνθηκολόγησε και ο Ιταλικός στρατός κατοχής στην Ελλάδα σκορπίστηκε , πολλοί από αυτούς έχασαν την ζωή τους ο Νιόνιος έκρυψε τον Βιτόριο σε ένα μαντρί στις πλαγιές του Χλεμποτσαρίου . Τον πήγε εκεί και για ένα ειδικό λόγο . Στο φρύδι μιάς ρεματιάς μέσα σε θάμνους , είχε εντοπιστεί μία Ιταλική βόμβα , άσκαστη , από αυτές που στον πόλεμο του 1940 τα Ιταλικά αεροπλάνα , βομβαρδίζοντας την χώρας μας , τις έριχναν στο γάμο του καραγκιόζη !
   Και επειδή μια άσκαστη βόμβα ήταν κίνδυνος σε αυτό το πέρασμα ανθρώπων και ζώων , οργανώθηκε επιχείρηση εξουδετέρωσης με αρχιμάστορα τον Βιτόριο και με κατάλληλες προφυλάξεις και << Βιγλάτορες >> στις γύρω  ράχες , για το φόβο των Γερμανών που έκαναν κάθε τόσο  σαφάρι κυνηγώντας τους εφιάλτες τους Έλληνες αντιστασιακούς . Και ο Βιτόριο κατάφερε να απενεργοποιήσει , να αποσυναρμολογήσει , να ξεκοιλιάσει τη φασιστοβόμβα όπως σαρκαστικά εκφράστηκε ο ίδιος για αυτήν . Το κουφάρι της το έκρυψαν , αλλά την γόμωσή της την χρησιμοποίησαν κάνοντας μια δολιοφθορά σε ένα Γερμανικό μεταγωγικό έξω από το λιμάνι της Χαλκίδας . Έβγαλε έτσι το άχτι του ο Βιτόριο , πριν ο Νιόνιος τον φυγαδεύσει στην πατρίδα του .
Αρκετά χρόνια αργότερα μετά την απελευθέρωση , οι ευσεβείς Χλεμποτσαρίτες – Ασωπιώτες , για να εκφράσουν την αγάπη και την λατρεία τους στον προστάτη τους Αι - Λιά , που δεν επέτρεψε να τους πειράξουν οι βόμβες του πολέμου , του αφιέρωσαν ένα πρωτότυπο τάμα .
Πήραν το άχρηστο κουφάρι της βόμβας και με την βοήθεια πρακτικών σιδεράδων , το έκοψαν , το σφυρηλάτησαν , το μαστόρεψαν με υπομονή και μεράκι , πρόσθεσαν και τα απαραίτητα εξαρτήματα Και κατασκεύασαν έτσι μια όμορφη καμπάνα .
Είναι αυτή που βλέπουμε έξω από το γραφικό εξωκλήσι του Προφήτη Ηλία στην κορυφή του όμορφου μικρού βουνού που στους πρόποδές του είναι σκαρφαλωμένο το χωριό της Ασωπίας με τους φιλόξενους , ανήσυχους , και προοδευτικούς κατοίκους .
Έτσι λοιπόν η βόμβα – καμπάνα , αντί του ανατριχιαστικού κρότου της έκρηξης που θα σκόρπιζε τότε το θάνατο και την καταστροφή , στέλνει τώρα , το γλυκό της ήχο , για την εσπερινή εωθινή ακολουθία και μαζί το πανανθρώπινο μήνυμα του θεανθρώπου .
Συγγραφή του κειμένου Δ . Μαρίνης
Επιμέλεια κειμένου Παναγιώτης Δριχούτης
Το κείμενο είναι γραμμένο στην 8η σελίδα και στο 8ο τεύχος της μηνιαίας εφημερίδας ΤΑΝΑΓΡΑΙΑ




----------------------------------------------------------------------------------------------

ΧΛΕΜΠΟΤΣΑΡΙ
Του Νίκου Παπανικολάου
<<Αλέξανδρος>>
Από τα τέλη του Σεπτέμβρη έως το πρώτο δεκαήμερο του Οκτώβρη του 1944, βρίσκομαι με τον λόχο διοίκησης της 11ης μεραρχίας ΕΛΑΣ, σαν προκάλυψη , στο χωριό Χλεμποτσάρι (Σήμερα Ασωπία).
Τον Αύγουστο του ιδίου χρόνου, η 11η Μεραρχία βρισκόταν σε συνεχή σύγκρουση με τους Γερμανούς στην Δωρίδα, εγώ με τον λόχο διοίκησης και τον εφεδρικό ΕΛΑΣ αυτής της περιοχής, με βάση την Πλέσσα (Αμυγδαλιά, τώρα), ελέγχαμε σε αυτό το κομμάτι, το δρόμο Αμφισσας – Λιδωρικίου .
Αυτό το χωριό (την Πλέσσα) το θέριζε η ελονοσία, και με πήρε και εμένα το ποτάμι…..
Μερικές κούπες τσίπουρο βρασμένο με κανελογαρύφαλα , που μου προμήθευε ο γιατρός του χωριού, αντιμετώπισα προσωρινά την κρίση , αλλά φτάνοντας κοντά στην Αττική, και περνώντας από το χλεμποτσάρι , η αρρώστια επανήλθε δριμύτερη.
Μη έχοντας άλλο φάρμακο, προσπάθησα να την καταπολεμήσω με το πιοτό. Ένας χλεμποτσαρίτης προσφέρθηκε να μου φανεί χρήσιμος με μια μέθοδο που καθώς υποστήριζε , ήταν αλάνθαστη.
Να πίνεις επί οκτώ ημέρες συνέχεια , δίχως σταματημό, και το μικρόβιο, αν δεν πεθάνεις εσύ, θα σκοτωθεί αυτό οπωσδήποτε.
Και, ενάντια σε κάθε επιστημονική άποψη, το γιατροσόφι αποδείχτηκε , πράγματι ,αλάνθαστο… Έσφαξε αυτός ο φίλος ένα σοϊλίδικο τραγόπουλο, που βγήκε καθαρό είκοσι οχτώ οκάδες . Κάτσαμε γύρω από ένα τραπέζι τρεις άνθρωποι, και από την Δευτέρα έως την Κυριακή πρωί, το φάγαμε , πίνοντας ταυτόχρονα από το εκλεκτό κρασί που είχε στο σπίτι του ο φίλος μας Χλεμποτσαρίτης.   
Μετά από αυτό το ανδραγάθημα γνώρισα τον Οδυσσέα Τούντα……
Αυτός ο νέος είχε την μανία να συντηρεί εκλεκτά άλογα , ράτσας , κάτι πολύ δύσκολο και πολύ δαπανηρό για εκείνη την εποχή.
Ξέρεις ιππασία με ρώτησε.
Και βέβαια ξέρω του απαντώ.
Στα Δρίτσα , λεει ο Οδυσσέας , σήμερα γιορτάζουν . Ο Πρόεδρος της κοινότητας είναι μπάρμπας μου. Έχει γλέντι εκεί. Αρνιά στην σούβλα , κοκορέτσι και κρασί έξτρα. Θα στείλω δύο άλογα με χάμουρα φανταχτερά και σέλες από τελατίνι. Θα τα καβαλήσουμε και θα πάμε βραδάκι να τους χαιρετίσουμε. Θα φάμε και θα πιούμε και αυτοί θα χαρούνε να δουν στην γιορτή τους έναν αντάρτη.
Και οι Γερμανοί;
Δεν υπάρχουν Γερμανοί στα Δρίτσα .
Έτσι, με το σούρουπο ξεκινήσαμε και φτάσαμε πάνω που το φαγοπότι βρισκόταν στο φόρτε του. Και για να τους εντυπωσιάσουμε , καλπάσαμε και κρατήσαμε τα άλογα πάνω από τα τραπέζια.
Ηλεκτρικά δεν υπήρχαν. Δύο ασετυλίνες ήσαν κρεμασμένες στα δένδρα, και όπως τις κούναγε το αεράκι, σκιές τρεμόπαιζαν πάνω και γύρω από τα τραπέζια, που έπιαναν στη σειρά κάμποσα μέτρα σε μάκρος. Αλλά, τέσσερα χρόνια κατοχής, μας είχαν καταντήσει σαν τα αγρίμια, που και κάθε τρίχα από το τομάρι τους είναι δέκτης του κινδύνου. Σε κλάσμα του δευτερολέπτου το βλέμμα μου αγκάλιασε όλο το περιβάλλον και με δέος αντίκρισα μπροστά μου μια αράδα, κάπου δέκα πέντε Γερμανούς, στρωμένους και αυτούς στο φαγοπότι με τους ντόπιους.
Είχαν χάσει το χρώμα τους . Με την κώχη του ματιού τους με κοίταζαν και το ποτήρι του κρασιού έτρεμε στο χέρι τους. Έβλεπαν τα γένια μου που έφταναν ως το στήθος , τις σειρές τα φυσεκλίκια , το <<μαρσίπ>> στο χέρι. Ο δείκτης άγγιζε την σκανδάλη. Στη ζώνη, εκτός από το γκόλτς, ένα δίκοπο μαχαίρι…
Τι να σκεπτόντουσαν, πόσοι τέτοιοι ακόμα θα έρχονται ξοπίσω;
 Ο πρόεδρος της κοινότητας , ένας ώριμος στην ηλικία και ψύχραιμος άνδρας , πετάχτηκε σαν ελατήριο όρθιος και με γελαστό πρόσωπο
 (η ψυχή του το ήξερε), μας λέγει, κλείνοντας σε εμένα χαρακτηριστικά το μάτι.
Καλώς ορίσατε , συναγωνιστές , στο χωριό μας . Να σας κεράσουμε ένα μεζέ και ένα κρασί και να πάτε στο καλό …
Ταυτόχρονα άρπαξε δύο ποτήρια , τα γέμισε και μας τα πρόσφερε . Κάρφωσε στα δύο πηρούνια δύο ξεγυρισμένους μεζέδες και μας τους πρόσφερε και αυτούς .
Μόλις κατεβάσαμε τα κρασιά μας , παίρνει, και στα γρήγορα ξαναγεμίζει τα ποτήρια και επαναλαμβάνει .
Να πιείτε άλλο ένα , συναγωνιστές , με δύο πόδια ήρθατε , και να πάτε στο καλό.. κλείνοντας και πάλι σε εμένα το μάτι , για να μου δώσει να καταλάβω ότι δεν κινδυνεύουμε , αλλά πρέπει αμέσως να φύγουμε .
Τα όπλα τους οι Γερμανοί τα είχαν σε πυραμίδες , πέντε με έξι μέτρα μακριά τους .Αλλά ούτε  έκαναν την ελάχιστη εχθρική κίνηση . Θα πίστευαν βέβαια σίγουρα πως είχαν πέσει σε παγίδα . Και ότι πίσω από εμένα υπάρχει κάποια δύναμη , αλλά και ότι είναι κυκλωμένοι ….
Στρέφουμε τα άλογα απότομα και τα αμολάμε σε ένα ξέφρενο καλπασμό,  περίπου δύο με τρία χιλιόμετρα .
Σκύψε , μου φώναζε ο Οδυσσέας , μην σου πάρει κανένα κλαρί το κεφάλι, γιατί το σκοτάδι ήταν πυκνό .
Τα άλογα , λες και είχαν διαβάσει στην σκέψη μας την βία της φυγής , είχαν χυθεί μπροστά σαν βέλη και κάλπαζαν , με σιγουριά , μέσα σε εκείνο το βαθύ σκοτάδι …
Ώσπου να ξημερώσει και να στείλουμε άνθρωπο να πληροφορηθούμε ότι δεν συνέβη κάτι το δυσάρεστο , εγώ δεν έκλεισα μάτι .
Οι Γερμανοί , όταν βεβαιώθηκαν πως δεν κινδυνεύουν , με την παρότρυνση του Προέδρου , το έριξα στο φαγοπότι και γίνανε κανονικοί. Γύρισαν το πρωί στο φυλάκιό τους και <<ούτε γάτα ούτε ζημιά >>…

Στις  9 του Γενάρη 1983 , έπειτα από τριάντα εννιά χρόνια , με δύο παλιούς συναγωνιστές και φίλους τώρα , το Νίκο Χριστόπουλο , Αθηναίο, και τον Βαγγέλη Λιόση , Ασπροπυργιώτη , με δική μου πρωτοβουλία αποφασίσαμε και πήγαμε στο χλεμποτσάρι για να συναντήσουμε τον Οδυσσέα Τούντα και να θυμηθούμε τα παλιά .
Με λύπη όμως πληροφορηθήκαμε πως αυτός ο φίλος είχε εγκαταλείψει το μάταιο τούτο κόσμο..
Αν και πολύ μικρότερός μου .. βιάστηκε να φύγει και μου στέρησε την χαρά να πιούμε μια τελευταία κούπα αντάμα..
 

---------------------------------------------------------------------------------------------




Βυζαντινή Χορωδία Βοιωτίας στον Άγιο Δημήτρη.
Χοράρχης: Λέκκας Κωνσταντίνος