Δευτέρα 30 Αυγούστου 2010


ΑΘΛΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΟΙΩΤΙΑΣ ΠΟΥ ΕΛΑΒΑΝ ΜΕΡΟΣ
ΣΤΟΥΣ ΤΑΝΑΓΡΑΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΠΟΥ
ΟΡΓΑΝΩΣΕ Ο ΠΟΙΜΑΝΔΡΟΣ

Η ΠΟΔ . ΟΜΑΔΑ ΑΣΤΕΡΑΣ ΤΑΝΑΓΡΑΣ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 1947
ΔΙΑΚΡΙΝΟΝΤΑΙ . ΣΙΑΚΑΝΔΑΡΗΣ ΙΩΑΝ , ΣΙΑΚΑΝΔΑΡΗΣ ΚΩΝ ,
ΜΗΤΣΗΣ ΙΩΑΝ , ΜΠΕΛΕΓΡΑΤΗΣ ΓΕΩΡ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΑΝ ,
ΜΗΤΣΗΣ ΚΩΝ , ΜΗΤΣΗΣ ΓΕΩΡ , ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΧΡ ,
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΑΛΕΞ , ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΩΝ.

ΕΝΑ ΦΥΛΛΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ
<< ΤΑΝΑΓΡΑΙΚΑ ΝΕΑ >> .

ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ
1997 ΤΟΥ ΠΟΙΜΑΝΔΡΟΥ .

ΜΠΛΑΝΑΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΟΥ ΚΩΝ ΚΑΙ
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΕΛΕΝΗ .

ΚΩΝ/ΝΟΣ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΒΟΥΛΓΑΡΗ .

ΧΑΡ. ΜΠΕΛΕΓΡΑΤΗΣ , ΧΡ. ΠΑΝΟΥΣΗΣ ,
ΓΕΩΡ . ΣΙΑΚΑΝΔΑΡΗΣ .

ΣΤΟ ΜΑΓΑΖΙ ΤΟΥ ΠΑΝ . ΜΗΤΣΗ .

ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΔΡΙΧΟΥΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

ΜΠΕΛΕΓΡΑΤΗΣ ΕΥΑΓ ΚΑΙ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΑΣΗΜΩ .

ΜΠΛΑΝΑΣ ΗΛΙΑΣ , ΣΙΑΚΑΝΔΑΡΗΣ ΓΕΩΡ ,
ΔΡΙΧΟΥΤΗΣ ΑΝΤ ,

ΠΑΣΧΑ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ << ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ >>

ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ ΣΤΟ ΔΗΛΕΣΙ .

ΝΕΟΛΑΙΑ ΤΑΝΑΓΡΑΣ 1969 .

ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΔΗΜ . ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΣΗΜΩ , ΔΡΙΧΟΥΤΗΣ ΠΑΝ.

ΛΙΤΑΝΕΙΑ ΣΤΟ ΣΧΗΜΑΤΑΡΙ ΓΙΑ ΝΑ ΒΡΕΞΕΙ 1955

ΣΙΑΜΠΑΝΗ ΛΕΜΟΝΙΑ ΜΕ ΤΑ ΕΓΓΟΝΙΑ ΤΗΣ

ΔΡΙΧΟΥΤΗΣ ΙΩΑΝ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ,
ΜΠΕΛΕΓΡΑΤΗΣ ΗΛΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤ.

Κυριακή 29 Αυγούστου 2010


ΤΑΝΑΓΡΑ . ΔΙΑΚΡΙΝΟΝΤΑΙ , ΚΩΝ . ΝΙΚΟΛΑΟΥ , ΓΕΩΡ .ΔΡΙΧΟΥΤΗΣ
ΛΑΖ. ΜΗΤΣΗΣ ΚΑΙ Ο ΠΑΠΑ - ΓΙΩΡΓΗΣ .

ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ ΣΤΗΝ ΤΑΝΑΓΡΑ

ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΣΕ ΕΞΩΚΛΗΣΙ . ΜΠΡΟΣΤΑ ΧΟΡΕΥΕΙ Ο
ΠΑΠΑ - ΚΩΤΣΟΣ - ΜΠΡΑΤΣΙΩΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΧΗΜΑΤΑΡΙ .

ΣΚΑΨΙΜΟ ΑΜΠΕΛΙΩΝ ΣΤΟ ΒΑΘΡΑΚΑ .

ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΔΕΞΑΜΕΝΗΣ 1955

ΑΛΩΝΙΣΜΟΣ 1956
ΜΠΕΛΕΓΡΑΤΗΣ ΑΝ. ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ , ΜΠΕΛΕΓΡΑΤΗΣ ΝΙΚ .
ΜΠΕΛΕΓΡΑΤΗΣ ΧΡ. ΔΡΙΧΟΥΤΗΣ ΑΝΤ.

ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΔΕΞΑΜΕΝΗΣ 1955

ΑΘ . ΙΩΑΝΝΟΥ , ΚΩΝ . ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ ,
ΠΑΝ . ΔΡΙΧΟΥΤΗΣ , ΑΝΤ . ΔΡΙΧΟΥΤΗΣ

ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΑΠΟΨΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ
ΠΕΡΙΠΟΥ ΤΟ 1960

ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΠΟΥ
ΟΡΓΑΝΩΣΕ Ο ΠΟΙΜΑΝΔΡΟΣ

ΠΛΥΣΙΜΟ ΤΩΝ ΠΡΟΙΚΙΩΝ ΣΤΗΝ ΤΑΝΑΓΡΑ
ΤΗΣ ΝΙΤΣΑΣ ΜΠΕΛΕΓΡΑΤΗ ΤΟΥ ΧΑΡΑΛ .

Παρασκευή 27 Αυγούστου 2010

Πέμπτη 26 Αυγούστου 2010


Ο ΠΑΤΡΙΩΤΗΣ ΜΑΣ ΙΕΡΕΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΩΝ . ΠΑΝΤΑ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΣ ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ

ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ ΤΟΥ ΠΕΠΠΑ .
ΔΙΑΚΡΙΝΕΤΑΙ Ο ΣΩΤ. ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ ΤΟΥ ΑΝΤ .
ΜΕ ΤΟΝ ΓΑΜΠΡΟ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΗΒΑ

ΑΕΡΟΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΑΝΑΓΡΑΣ.

ΟΙ ΚΟΠΕΛΕΣ ΤΗΣ ΤΑΝΑΓΡΑΣ ΧΟΡΕΥΟΥΝ
ΣΤΟ ΔΗΛΕΣΙ . 195...

ΠΡΩΤΗ ΒΡΥΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ 1955

ΑΓΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΤΑΝΑΓΡΑΣ 1955 .

ΕΚΚΛΗΣΙΑ - ΑΓΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΤΑΝΑΓΡΑ - 1955 .

Απο αριστερά Νικ. Μπελεγράτης ( κολιάκης ) , Δημ. Νικολάου ,
Αντ . Φώτσης , Ξένος , Κων . Μπελεγράτης ( κουρκουτάς ) ,
Δημ . Δούσης , Κων . Σταματίου , Αντ. Χούλης , Ιωάν . Λέκκας .

Κηδεία Παναγιώτη Αθαν Δριχούτη -- 17 - Ιανουαρίου 1956 .
Διακρίνονται τα γερόντια Σωτήριος Νικολάου ( Πισίνας ) ,
Δημήτριος Δριχούτης ( Σιλάχης ) , Ηλίας Σιακανδάρης ( Ματσιούκας ) .

Δευτέρα 23 Αυγούστου 2010

ΤΑ ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΑ


ΣΑΡΑΚΟΣΤΙΑΝΕΣ - ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΕΣ – ΣΥΝΤΑΓΕΣ .

  • ΝΤΡΟΜΙΣΕΣ
Παίρνουμε ένα κιλό αλεύρι , νερό ένα ταψί , και μυτζήθρα . Ρίχνουμε το αλεύρι μέσα στο ταψί και το ραντίζουμε με νερό υπάρχει δίπλα μας .
Εμείς ανακατεύουμε το αλεύρι με το νερό και σιγά – σιγά βλέπουμε να γίνεται σαν ρεβύθι .
Μετά βάζουμε νερό σε μία ευρύχωρη κατσαρόλα για να βράσει . Ρίχνουμε λίγο αλάτι και πιπέρι καθώς επίσης και μία κουτάλα λάδι . Καθώς βράζει το νερό , ρίχνουμε τις Ντρόμισες ανακατεύοντας για να μην κολλήσουν .
Μετά από λίγο τις δοκιμάζουμε . εάν είναι νόστιμες ή όχι , οπότε ανάλογα , ρίχνουμε λίγο αλάτι .
  • ΓΚΟΓΚΛΙΕΣ
Για τις Γκόγκλιες παίρνουμε ένα κιλό αλεύρι , ρίχνουμε λίγο αλάτι , ρίχνουμε ανάλογο νερό και κανονίζουμε ζυμώνοντάς το , να είναι λιγάκι σφικτό . Μετά από το ζυμάρι που δημιουργήθηκε παίρνουμε λίγο –λίγο και το πλάθουμε . Αυτό γίνεται σαν μακαρόνι και κοιτάμε να είναι όσο είναι το πάχος του δακτύλου . Το κόβουμε σε κομμάτια και μάλιστα λίγο μεγαλύτερο από το μακαρόνι το κοφτό . Μετά πιέζοντάς το με το δάκτυλο δημιουργείται ένα κούφωμα . Στο τραπέζι που το φτιάχνουμε έχουμε ρίξει αλεύρι για να μην κολλήσουν . Αφού τελειώσουμε τα ρίχνουμε στην κατσαρόλα που προηγουμένως την έχουμε τοποθετήσει στην κουζίνα για να βράσει το νερό με λίγο λάδι και αλάτι .
Σταδιακά τα δοκιμάζουμε εάν βράσανε . Όταν δούμε ότι έχουν βράσει ρίχνουμε μέσα στην κατσαρόλα κρύο νερό για να αραιώσουν οι Γκόγκλιες . Με το κεψιέ ρίχνουμε τις Γκόγκλιες μέσα στην κατσαρόλα που προηγουμένως στα πιάτα ενώ έχουμε ρίξει μυτζήθρα . Αφού ρίξουμε τις Γκόγκλιες , ξαναρίχνουμε πάλι μυτζήθρα στα πιάτα .


  • ΠΛΙΑΤΕΤΣΙ .

Ζυμώνανε το αλεύρι με το νερό πολύ καλά . Μετά ρίχνανε αλάτι και λάδι μπόλικο . Το απλώνανε στο ταψί , και το αφήνανε να ψηθεί .
Επειδή είχε το λάδι ήταν σαν λαδόψωμο ,


  • ΛΙΑΚΡΟΡΙ

Το λιακρόρι είναι και αυτή μια πίτα που φτιάχνετε με διάφορα μυρωδάτα χόρτα του κάμπου και του κήπου , όπως καυκαλήθρες , σπανάκι , χλωρό κρεμμύδι , πράσο , μαϊντανό , άνιθο , αμάρανθο ,μπάθιζες , και διάφορα άλλα χορταρικά .

Κατασκευή .

Παίρνουμε ένα ταψί , το λαδώνουμε και τοποθετούμε , απλώνουμε φύλλο ζυμάρι .Κάθε φύλλο που βάζουμε
το λαδώνουμε κιόλας για να μην κολλήσει .
Η διαφορά στο Λιακρόρι από την μοσέντα είναι ότι στο Λιακρόρι βάζουμε στο ταψί κάτω και πάνω φύλλα και στη μέση τα διάφορα χορταρικά , ενώ στην Μοσέντα , χόρτα και ζυμάρι τα ανακατεύουμε και τα απλώνουμε στο ταψί . Επίσης εάν θέλουμε βάζουμε στο λιακρόρι και τυρί τριμμένο .
Η ονομασία Λιακρόρι ονομάζεται γιατί τα χόρτα στα αρβανίτικα τα λέμε Λιάκρα , και αφού η πίτα φτιάχνεται με χόρτα , λιάκρα την λέμε ΛΙΑΚΡΟΡΙ .

  • ΚΟΥΚΟΥΛΑ

Η κουκούλα ή κούκουλα ήταν ζυμάρι που ρίχνανε μέσα λίγο αλάτι , και λάδι , και αφού το ζυμώνανε καλά το σκεπάζανε με κάρβουνα .
Αφού βάζανε φωτιά στον φούρνο καθαρίζανε τον εκεί χώρο , και σκεπάζανε , κουκουλώνανε το ζυμάρι που προηγουμένως είχανε φτιάξει με κάρβουνα .Μετά από λίγη ώρα η κουκούλα ή κούκουλα ήταν έτοιμη και ζεστή για φάγωμα .
Κουκούλα ονομαζόταν επειδή σκεπάζανε το ζυμάρι , το κουκουλώνανε με κάρβουνα .

  • ΜΟΣΕΝΤΑ

Όχι μόνο τώρα αλλά πριν πολλά χρόνια ο Ελληνικός λαός μαζεύοντας πολλά χόρτα που υπήρχαν στον κάμπο έφτιαχνε χορτόπιτες γιατί ήταν ένα φαγητό χορταστικό γρήγορο και εύκολο .
Την Μοσέντα την έφτιαχνε ο Αρβανίτικος λαός .
Τα πολύ παλιά χρόνια οι Αρβανίτες ξεκίνησαν να φτιάχνουν την χορτόπιτα ( Μοσέντα ) με Καυκαλήθρες , με Αμάρανθο και μπάθιζες .
Η μπάθιζα ήταν ένα χόρτο που έβγαινε σε ορισμένα μέρη , ήταν γλυκόχορτο οπότε η πίτα γινότανε γλυκιά .
ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ .
Στην αρχή φτιάχνουμε το ζυμάρι , κουρκούτι που το λέγαμε , ρίχνοντας αλεύρι , νερό , ανάλογο αλάτι και μπέικιν – πάουερ .
Όταν την φτιάχνουμε με σπανάκι , ρίχνουμε λάδι , λίγο πουμαρώ εάν θέλουμε .
Αφού φτιάξουμε το κουρκούτι , το ρίχνουμε στο ταψί μαζί με το σπανάκι Ρίχνουμε όμως και άλλα χορταρικά ανακατεύοντάς τα , όπως χλωρό κρεμμύδι , άνιθο , Μαίντανό , δυόσμο , πιπέρι , αμάρανθο , λίγο πράσο και ότιδήποτε μυρωδικό χόρτο .
Αφού τα ανακατέψουμε όλα αυτά , τα απλώνουμε ομοιόμορφα στο ταψί .
Στο φούρνο την πίτα την αφήνουμε 3 τέταρτα της ώρας στους 200 βαθμούς .
Επίσης φτιάχνουμε Μοσέντα με ( παπαρούνα και Λιλικούκι ) , ρίχνοντας και λίγο κανέλα .


  • ΝΤΑΡΙ

Οι παλιές νοικοκυρές όταν σκούπιζαν τις αυλές των σπιτιών και όχι μόνο , τις σκούπιζαν με σκούπες που ήταν φτιαγμένες με ένα χόρτο που το έλεγαν Νταρί .
Το καρπό από το Νταρί το έπαιρναν και αφού το άλεθαν στο μύλο το έκαναν αλεύρι , και το έφτιαχναν Νταρόψωμο .
Και με αυτή την ποιότητα ψωμιού ο κόσμος προσπάθησε να χορτάσει την πείνα του .

  • ΠΙΤΑΣΤΕΣ – ΠΙΤΕΣ .

Πιταστές στα αρβανίτικα λέγανε τις πίτες που τις φτιάχνανε στην φωτιά , στα κάρβουνα .
Ντρά-σ- ζα στα αρβανίτικα ήταν , μία στρογγυλή λαμαρίνα που την τοποθετούσαν πάνω στην πυροστιά , και έψηναν τις πίτες.
Η Ντρά–σ–ζα στην άκρη είχε ένα χαλκά που την κρεμάγανε στον τοίχο .
Αφού το τζάκι είχε κάρβουνα , έπαιρνα την πυροστιά , η οποία ήταν τριγωνική με τρία ποδαρικά και επάνω της έβαζαν μία στρογγυλή λαμαρίνα την ( Ντρά-σ-ζα) ,που την άφηναν να καεί καλά .
Μετά εκεί αφού προηγουμένως άπλωναν ζυμάρι όσο ήταν η επιφάνεια της λαμαρίνας το άφηναν να ψηθεί .
Περισσότερες φορές έφτιαχναν πίτες το χειμώνα και μάλιστα όταν είχε χιόνι , και δεν μπορούσαν να ρίξουν καρβέλια στο φούρνο .
Τις πίτες τις έτρωγαν με μαύρες ελιές , ή όταν έτρωγαν φαγητό .

  • ΚΟΥΛΙΑΤΣΙ – ΚΟΥΛΟΥΡΙ
Όταν οι νοικοκυρές έριχναν τα ψωμιά στο φούρνο πρώτα – πρώτα , επειδή γνώριζαν ότι τα ψωμιά θα αργήσουν να ψηθούνε έφτιαχναν τις προπύρες και τα κουλούρια τα κουλιάτσια .
Επειδή όμως έπρεπε να πάνε και το ψωμί στους εργάτες που δουλεύανε στα χωράφια , έπαιρναν ένα καρβέλι και το χωρίζανε σε δύο – τρία μέρη και έφτιαχναν δύο τρία καινούργια καρβέλια που τα λέγανε προπήρες .
Τα καρβέλια αυτά επειδή ήσαν πιο μικρά μετά από το τεμαχισμό επόμενο ήταν να ψηθούν γρηγορότερα πότε τα έπαιρναν και τα πήγαιναν στους εργάτες για να φάνε .
Όμως είχανε και τα μικρά παιδιά τους που τους έφτιαχναν τα κουλούρια τα ( κουλιάτσια ) που τα έλεγαν για να φάνε .
κόβανε ένα κομμάτι ζυμάρι από το καρβέλι και αφού το έπλαθαν κυλινδρικά το ένωναν στις δύο άκρες το έκαναν κουλούρι και το ρίχνανε στην φωτιά για να ψηθεί και να το δώσουν στα παιδιά για να το φάνε .
Παίρνανε το κουλούρι τα παιδιά αλλά και οι μεγαλύτεροι , και παίρνοντας και τυρί , ελιές ή και πετιμέζι έκαναν ένα καλό πρόγευμα .
Μακάρι και εμείς σήμερα να είχαμε μία προπήρα και με τυρί να τρώγαμε .

  • ΠΕΤΙΜΕΖΙ
Το πετιμέζι το φτιάχνουνε από μούστο .
Σε μία κατσαρόλα βράζουνε το μούστο και ρίχνουνε μέσα στην κατσαρόλα κοσκινισμένο ασπρόχωμα (1), που το ανακατεύανε και μετά το αφήνανε να κρυώσει .
Όταν κρύωνε το χώμα καθότανε στο πάτο της κατσαρόλας , και οι νοικοκυρές , έπαιρναν από επάνω το καθαρό μούστο και το έβραζαν πολλές ώρες και κοίταγες εάν ο μούστος γινόταν σιρόπι .
Όσο πιο πολύ το έβραζες τόσο πιο καλό γινόταν το σιρόπι .
Οι γυναίκες για να δούνε την ποιότητα του σιροπιού και να το κατεβάσουν από την φωτιά έριχναν στο πιάτο ή ρίχνανε σταγόνες σιροπιού στο χέρι και έβλεπαν εάν είναι εντάξει .
Όταν τελείωνε το βράσιμο αφήνανε το πετιμέζι να κρυώσει και μετά το έριχναν σε κάτι πήλινα δοχεία που τα έλεγαν πινιόττες και ήσαν σε διάφορα μεγέθη .
Τις πιο πολλές φορές το έτρωγαν και τελείωνε αλλά εάν δεν τελείωνε έπιανε από επάνω μούχλα , που την καθαρίζανε , βράζανε το πετιμέζι και ήταν ξανά έτοιμο για φάγωμα .

(1) ( Το χώμα το κοσκινίζανε με μία σήτα που την έλεγαν κόσκινο .
Οι σήτες είχανε νούμερα , και άλλες ήτανε ψιλές και άλλες χοντρές . )

  • ΜΠΟΥΛΟΥΓΟΥΡΙ
Το μπουλουγούρι είναι στάρι κομμένο που με κατάλληλο τρόπο το φτιάχνουν οι γυναίκες και μπορώ να πω ότι είναι χορταστικό φαγητό .
Παίρνεις χοντρό στάρι , το παλιό Σανατόρι που λέγαμε και αφού το καθαρίζουμε το βάζουμε σε ένα πάνινο τσουβάλι , τα παλιά τσουβάλια που βάζανε τις πατάτες .
Βρέχανε το τσουβάλι και το στάρι που είναι στο τσουβάλι και το χτυπάγανε , οπότε ο σπόρος του σταριού κοβότανε σε δύο τρία κομμάτια . Όταν τελείωνε αυτή η εργασία , βράζανε το στάρι , ρίχνανε πράσο , λίγο λάδι , αλάτι και το ανακατεύανε συνέχεια σε σιγανή φωτιά για να μην κολλήσει . Μετά το ρίχνανε σε πιάτα τα οποία ήσαν τσίγκινα , η πήλινα τα οποία τα λέγανε ταλιούρια .


ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

Πριν μερικά χρόνια οι Αρβανίτες γλεντούσαν την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς , την Τυρινή που λέμε , με το δικό τους τρόπο . Εκτός από κρέας όλα τα άλλα φαγητά τα έτρωγαν αυτή την ημέρα . Μαζευόντουσαν σε ένα συγγενικό σπίτι πολλές οικογένειες και γλεντούσαν την Αποκριά .
Ο Σοφράς είχε όλα τα καλούδια . Ξεκινούσαν ενώ σήκωναν 3 φορές το τραπέζι λέγοντας .

<< Ντ λίερ Τε Κ - στέρτ Μαλκούαρ οβρέτ >> .

Δηλαδή . Θεόσχωρές τους Χριστιανούς , ανάθεμα τους εβραίους .

Μετά ο νοικοκύρης του σπιτιού έδενε ένα βρασμένο αυγό με ένα σπάγκο και αφού το ανακάτευε μέσα σε γιαούρτι , καθώς ήταν όρθιος καθόταν στη μέση του τραπεζιού και όλοι οι άλλοι προσπαθούσαν να δαγκώσουν το αυγό .
Αλλά αυτό δεν το πετύχαιναν οπότε από τις πολλές φορές που προσπαθούσαν να το δαγκώσουν το αυγό γινόντουσαν όλο γιαούρτι .
Κάποια στιγμή κάποιος το έπιανε με το στόμα και έτσι λοιπόν μετά από όλα αυτά ξεκίναγε το φαγοπότι .
Το γιαούρτι δεν το καθάριζαν από το πρόσωπό τους μέχρι να τελειώσουν και να φύγουν .
Την άλλη ημέρα Δεύτερα , και μάλιστα πρωί – πρωί η σπιτονοικοκυρά του σπιτιού έπαιρνε όσα αποφάγια υπήρχαν και τα έριχνε στα σκυλιά γιατί ξεκινούσε η Σαρακοστή .

ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ

Καθημερινές ιστορίες ενός αρβανιτοχωριού … που όμως πέρασαν από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά έως και σήμερα .
Ιστορίες που διαβάζοντάς τες διαπιστώνεις ότι έχουν ταυτότητα και χρώμα , και έρχονται σε αντίθεση με το καθημερινό γκρίζο και με πολλή ευκολία μας προσάπτουν κυρίως τα Μ.Μ.Ε.
Ιστορίες στα αρβανίτικα , την γλώσσα που μιλούσαν οι πατεράδες μας και οι παππούδες μας , που όμως μας αναγκάζουν να γυρίσουμε το χρόνο πίσω με νοσταλγία να αναπολήσουμε αυτές τις ωραίες εποχές , τις οποίες συγκρίνοντας με το λαβύρινθο της μιζέριας και της καθημερινής μας ρουτίνας , μπορούμε να κάνουμε υποκειμενικές διαπιστώσεις .


ΜΟΝΟΒΙΓΚΛΑ
1) Ο μπάρμπα – Λιάμης και η θειά Λιάμενα είναι όλο χαρά , γιατί θα παντρέψουν την κόρη τους , με τον Κίτσο του Μπάρμπα - Λιάμη .
Έδωσαν την ευχή στα παιδιά τους , αλλά όπως όλοι οι Αρβανίτες έδωσαν και την ανάλογη προίκα στο νιόπαντρο ζευγάρι .
Στα νέα ζευγάρια η προίκα που έδιναν ήταν χωράφια , χρήματα ,πρόβατα , ζώα ( άλογα , μουλάρια , γαϊδούρια , φοράδες ) κ.λ.π.
Τα ζώα τα χρησιμοποιούσαν για τα οργώματα των χωραφιών , αλλά ταυτόχρονα τους έβγαζαν και το ανάλογο μεροκάματο αφού πήγαιναν να οργώσουν και άλλα χωράφια σε ξένους ιδιοκτήτες .
Έτσι λοιπόν το νιόπαντρο ζευγάρι ο Κίτσος και η γυναίκα του , τώρα αφού παντρεύτηκαν , έγινε θειά Κίτσαινα , πήραν ως δώρο από τους γονείς τους ένα γερό άλογο , και ξεκίνησαν την πορεία της ζωής τους δημιουργώντας την δική τους οικογένεια .
Τα χρόνια όμως περνούσαν και ενώ γέρασε το ζευγάρι αφού περνούσαν τα χρόνια ταυτόχρονα όπως ήταν φυσικό γέρασε και το άλογο που είχαν πάρει προίκα .
Το άλογο αφού γέρασε δεν μπορούσε να οργώσει όπως ήταν νέο. Δεν μπορούσε να περπατήσει , και το κρατούσαν στο σπίτι μόνο για φαγητό .
Και έτσι αφού δεν ήταν παραγωγικό άρχισε η διαμάχη ανάμεσα στο Μπάρμπα Κίτσο , και την γυναίκα του Θειά Κίτσαινα .

Τι να το κάνουν λοιπόν το άλογο ;

Υπερίσχυσε η γνώμη του άνδρα όπως ήταν φυσικό στους αρβανίτες .
Να πάρει το άλογο και να το πάει στην Μονοβίγκλα και να το αφήσει εκεί ώστε να ψοφήσει .
Όπως φυσικά και έγινε .
Μετά από λίγο καιρό όμως η γιαγιά ήθελε να γευθεί τον έρωτα , και ο μπάρμπα Κίτσος σαν γέρος που ήταν αφού περάσανε τα χρόνια δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις συζυγικές του υποχρεώσεις .

Βλέποντας αυτό η Θειά Κίτσαινα λέγει στον Μπάρμπα Κίτσο .

Κίτσο , γκρού νάνι εδέ βέτε έ δε τί νέ Μονοβίγκλ , τι σιώχς Κάλιε .
Κίτσο σήκω τώρα και πήγαινε και εσύ στην Μονοβίγκλα να βρείς το άλογο .


Η ΝΑΣΤΑ .
Στο χωριό Κυριάκι της Λιβαδειάς το επάγγελμα του αγωγιάτη το εκτελούσε ο Μπάρμπα – Μήτσος .
Κάθε ημέρα έπαιρνε την σούστα του και μετέφερε τους κατοίκους του χωριού στην Λιβαδειά .
Στο Κυριάκι την εποχή αυτή υπήρχε μια πολύ όμορφη κοπέλα που το όνομά της ήταν ΝΑΣΤΑ . Όλοι οι άνδρες αλλά και ο μπάρμπα Μήτσος , ήθελαν να πάνε μαζί της έστω και για μία βόλτα .
Και η επιθυμία του έγινε πραγματικότητα όταν μία ημέρα η ΝΑΣΤΑ του ζήτησε να την μεταφέρει για μια δουλειά που είχε στην πόλη της Λιβαδειάς .
Επειδή ο μπάρμπα Μήτσος δεν ήθελε να πάρει και τους άλλους κατοίκους , αλλά να φύγει μόνος του με την ΝΑΣΤΑ , από τις πεντέμισι η ώρα που έφευγε κάθε ημέρα , αυτή την ημέρα της είπε να φύγουν στις τέσσερις για να μην τον έβλεπαν οι κάτοικοι του χωριού .
Ο μπάρμπα Μήτσος στην διαδρομή άρχισε να πειράζει την ΝΑΣΤΑ , κάνοντας της διάφορες χειρονομίες .
Μία δύο τρεις φορές η ΝΑΣΤΑ , άρχισε να θυμώνει , και μην αντέχοντας άλλο το πείραγμα του λέγει .

Ρί μίρ πλιάκου… κάθησε καλά παππού… !

Ο μπάρμπα Μήτσος συνέχιζε να την πειράζει , οπότε η ΝΑΣΤΑ μην αντέχοντάς τον άλλο , βγάζει την κουμπούρα για να τον σκοτώσει .
Βλέποντας τα δύσκολα ο μπάρμπα - Μήτσος λέγει στην ΝΑΣΤΑ .

Μώι , βάζια νέβε θάμ , τ΄ντρέκιεμ νιέρς γιο τ΄βράσμ .
Ρε κορίτσι μου εμείς είπαμε να φτιάξουμε ανθρώπους όχι να τους σκοτώσουμε .

------------------------------------------------------------------

Ατιέ κου διέσε πλιάκ - τ – βέρ – χούντετ .
Εκεί που χέζει ο γέρος να βάλεις την μύτη σου .


ΖΕ – ΡΕ – ΜΩΊ .
Στο Ερημόκαστρο της δεκαετίας του 1930 , με τις πέτρινες κεραμοσκεπείς κατοικίες , οι οποίες όλες είχαν ευρύχωρες αυλές , τους ζεστούς καλοκαιρινούς μήνες όλοι οι κάτοικοι κοιμόντουσαν << στρωματσάδα >> στο χώρο της αυλής του σπιτιού .
Τις νύχτες αυτές , πάρα πολλά ευτράπελα διαδραματίζονταν , ο απόηχος των οποίων φθάνει μέχρι σήμερα , στις ημέρες μας .
Ο Γιώργος Δ… λοιπόν από το γειτονικό χωριό , αρραβωνιασμένος με την Ντίνα Κ… φιλοξενείται στο σπίτι του πεθερού του , Πανούση , και της πεθεράς του Παναγιέσιας .
Όπως , όλοι στην οικογένεια κοιμόντουσαν έξω στην αυλή , κοιμήθηκε και αυτός , φυσικά δίπλα στην αρραβωνιαστικιά του .
<< Αναμμένος >> , το βράδυ παρακαλούσε την αρραβωνιάρα του να του την << πιάσει >> λέγοντάς της χαρακτηριστικά .
ΖΕ – ΡΕ – ΜΩΪ . ( πιάστηνε καλέ ) .
Η Ντίνα , ηθικών αρχών , δεν ανταποκρίνεται και του δίνει την εξής απάντηση
<< Γιό , για τούρπ>> ( όχι είναι ντροπή ) .
Ο Γιώργος όμως επιμένει και επαναλαμβάνει την πρότασή του , υψώνοντας όμως κάθε φορά την ένταση της φωνής του .
Στην απόλυτη νυχτερινή ησυχία του Αυγούστου , ο διάλογος αυτός γίνεται αντιληπτός από μέλη της οικογένειας της Ντίνας , αλλά και από την γειτονική αυλή , και όχι μόνο .
Αγανακτισμένος ο πατέρας της Ντίνας , ο μπάρμπα Πανούσης , ο οποίος ήθελε να κοιμηθεί γιατί το πρωϊ θα πήγαινε στην Κωπαϊδα για το καθημερινό μεροκάματο , θυμωμένος από την επιμονή του γαμπρού Γιώργου , απευθύνεται στην κόρη του Ντίνα , λέγοντας .
Ζε – ρε Μώϊ Ντίν΄, μως μάρ σπατ΄ν εδε ια πρέσς , ψε να λια τ΄ρ νατ΄ν Πά γκιούμ .
( Πιάστηνε ρε Ντίνα , μην πάρω την σπάτα ( είδος κοφτερού μαχαιριού ) και του την κόψω , γιατί μας άφησε όλη νύχτα χωρίς ύπνο ) .
Η προτροπή αυτή του πατέρα , φυσικά και ακούστηκε στην διπλανή αυλή και την επόμενη ημέρα ο «διάλογος » μαθεύτηκε σε όλο το χωριό και το γέλιο που έπεσε , δεν περιγράφεται .

ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΗ ΕΤΟΙΜΟΛΟΓΙΑ
Φόρτωσε ένα κάρο ξερά κρεμμύδια ο κύρ – Μήτσος από το Κριεκούκι και κατέβηκε στα χωριά για να τα πουλήσει . Έφτανε και μέχρι τις συνοικίες της Αθήνας φωνάζοντας .

Κέπ , θάτ κέπ . ( Κρεμμύδια ξερά κρεμμύδια ).

Κανένας , πουθενά δεν βγήκε να ψωνίσει ούτε μία οκά .
Έφαγε ότι είχε , πείνασε αυτός και τα ζώα του , και αναγκάστηκε να επιστρέψει στο χωριό του . Φθάνοντας στην Κάζα , ξελιγωμένα τα ζώα , δεν έβγαζαν τον ανηφορικό δρόμο . Τι να κάνει ; Τράβαγε κι αυτός γεντέκι .
Τον είδε κάποιος εκεί και του φώναξε .

- Τα σσέτ ρέεε ; ( Τι πουλάς ρε; )
-
Κέπ κάμ . Σα ντό ; Ντό σιούμ ; ( κρεμμύδια έχω . πόσα θέλεις ; Θέλεις πολλά; )
Επί τέλους κάτι θα πούλαγε . Ο άλλος όμως του είπε .
- Γιό , βέτ - μ - νί , ψέ - με - κα - βράρ , τσαρίχεα κ- μπ-ν
- ( όχι μόνο ένα γιατί μου έχει χτυπήσει το τσαρούχι το πόδι ) .



ΟΥ ΓΚΡΕ ΜΕΤΑ ΜΑΓΚΟΥΦΕ .
Όλοι γνωρίζουμε ότι παλιά όταν αγρότες πήγαιναν να οργώσουν τα χωράφια ξύπναγαν από τα μαύρα μεσάνυχτα . Φόρτωναν τα ζώα με το αλέτρι , και ότι άλλο χρειαζόντουσαν για την σπορά και έφευγαν για να οργώσουν το χωράφι .
Ο Μπάρμπα – Παναής και,η θειά Παναγέσια ( Παναγέσια η γυναίκα του Παναή ) σηκώθηκαν ένα βράδυ άναψαν το τζάκι , βάζοντας δύο μεγάλα κουτσούρια στην φωτιά , έφτιαξε η θειά Παναγέσια δύο καφεδάκια για να πιούν , και προετοιμάστηκαν να φορτώσουν τα ζώα , για να φύγει ο Μπάρμπα Παναής να πάει στο χωράφι να το οργώσει .
Ο καιρός όμως ήταν γεμάτος σύννεφα , και οι πρώτες ψιχάλες άρχισαν να πέφτουν , και σιγά να δυναμώνουν , αλλάζοντας τα σχέδια του Μπάρμπα Παναή . Ενώ ο Μπάρμπα Παναής κατέβαζε τα πράγματα που είχε φορτώσει από τα ζώα , η Θειά Παναγέσια έβαλε άλλο ένα κούτσουρο στο τζάκι για να ζεσταθεί το δωμάτιο. Αφού έβαλε τα πράγματα ο Μπάρμπα Παναής στην αποθήκη , μπήκε τρέχοντας μέσα στο σπίτι , γιατί έβρεχε , και πήγε και κάθισε δίπλα στην Θειά Παναγέσια . Μετά από λίγη ώρα , και ακούγοντας το άκουσμα της βροχής από τους τσίγγους της οροφής του σπιτιού , τους δημιουργήθηκε η επιθυμία να κάνουν έρωτα .
Αφού τελείωσαν όπως συνήθως ,γίνεται , γύρισε ο ένας την πλάτη στον άλλον για να κοιμηθούν . Η βροχή είχε σταματήσει , και ο ήχος του δυνατού αέρα ακουγόταν προκαλώντας διαφορετικά συναισθήματα στον καθένα .
Ξαφνικά ο Μπάρμπα Παναής λέγει στην θειά Παναγέσια .
Ου γκρέ μέτα ………. Δαίμονι . ( Σηκώθηκε πάλι ο δαιμονισμένος ) .
Και η Θειά Παναγιέσια του απαντά .
<< Τι πρίρεμ Παναή ; ( Να γυρίσω Παναή ) ; << Γιο αγιό μώϊ , πώ έρα >> . Όχι αυτό μώϊ , αλλά ο αέρας .


Η ΤΡΑΓΙΑΣΚΑ
Δύο γεροντάκια , αρβανίτες πίνουν το καφεδάκι τους στο καφενείο του χωριού , συζητώντας τα θέματα της επικαιρότητας .
Ξαφνικά ο ένας από τους δύο ξύνει το κεφάλι του γιατί τον έτρωγε και μάλιστα πάνω από την τραγιάσκα , που φορούσε .
Βλέποντας τον ο συνομήλικος γέροντας φίλος του λέγει .
- Ρέ , ψέ κρούαν Κρίετ , σίπρ γκά τραγιάσκα ;
- ( Ρέ γιατί ξύνεις το κεφάλι σου πάνω από την τραγιάσκα ) ;
- ΚαΙ ο άλλος του απαντά .
- - Γκά ψέ , τι πώ τ΄χά μπίθα τζίερ παντελόνι ;
- ( Γιατί , εσένα όταν σε τρώγει ο πισινός σου βγάζεις το παντελόνι σου ) ;


Ο ΜΠΑΤΣ ΠΑΝΑΗΣ ΚΑΙ Η ΣΥΜΠΕΘΕΡΑ .
Ερημόκαστρο ( ΘΕΣΠΙΕΣ ) 1946 , ο εμφύλιος μόλις είχε ξεκινήσει , η χώρα βυθίζεται στο χάος , όλοι οι κάτοικοι του χωριού είναι ανήσυχοι και τρομαγμένοι από τα γεγονότα που τρέχουν , όμως όχι όλοι ο Μπάτς Παναής ποσώς που σπάει το κεφάλι του , το μυαλό του είναι στραμμένο στην καλοστεκούμενη συμπεθέρα την οποία έχει βάλει στο μάτι και ινάτι αμανάτι θέλει να την << γευθεί >> .
Ένα πρωινό όταν όλη η οικογένεια έχει πάει στα χωράφια για όργωμα , αυτός αρπάζει την ευκαιρία και λέει στην συμπεθέρα να πάνε να μαζέψουν χόρτα και να δουν το αμπέλι που ήταν προίκα , ή εάν ήθελε κλάδεμα .
Το αμπέλι βρισκόταν προς το χωριό Παλιοπαναγιά και όταν έφτασαν , είδαν τα χωράφια , και μάζεψαν χόρτα , εμφανίζονται δύο << μιλημένοι >> από τον Μπάτς Παναή οπλισμένοι αντάρτες οι οποίοι αμέσως τους ρώτησαν
<< Τσί γιένη γιούβε >> Τι είσαστε εσείς ?
Ο Μπάτς Παναής έκανε τον φοβισμένο και τους απάντησε αμέσως . Ανδρόγυνο . Με βλοσυρό ύφος οι δύο ψευτοαντάρτες τους διέταξαν να τους δείξουν το στεφανοχάρτι .
Έκπληκτος ο Μπάτς Παναής τους απαντά .
<< Τσ ΄ θώνι νάνι γιούβε , γιένι φάρε μίρ ΄ τ΄ κέμι στεφανοχάρτ κουτού ν ΄ άρ >> ?
Τι λέτε τώρα εσείς ? Είσαστε καθόλου καλά ,να έχουμε το στεφανοχάρτι εδώ στα χωράφια?
Με αυστηρό ύφος και με σοβαροφάνεια αυτοί τους έδωσαν την εξής απάντηση .
<< Πώ νούκου κένι στεφανοχάρτ , πρέπ ΄ τ ΄ κίχενι κουτού ρ ΄παρά ν ΄μούα >> . Και αμέσως σήκωσε απειλητικά το όπλο του .Αφού δεν έχετε στεφανοχάρτι πρέπει να κάνετε έρωτα εδώ μπροστά μας .
Η συμπεθέρα φοβισμένη δέχτηκε να κάνει έρωτα και πριν την πράξη σιγοψιθύρισε στον Μπάτς Παναή τα εξής .
<< Μώς εβέ Μπέρδα αλλά τ ΄βέι τσούνα τέντρα κ ΄ τέντρα >>
Μην την βάλεις μέσα αλλά να πηγαίνει η τσούνα πέρα – δώθε .
Ο αντάρτης που είχε στήσει αυτί αμέσως με βλοσυρό ύφος έδωσε την εξής διαταγή .
<< Σκά τέντρα κ΄τέντρα , Μπέρδα εδέ τέ σιώχ >> .
Το περιστατικό αυτό έγινε αμέσως γνωστό στο γιό του Μπάτς – Παναή , ο οποίος σταμάτησε να μιλά στον πατέρα του . Ο Μπάτς Παναής προσπάθησε να τα βρεί με τον γιό του αλλά αυτός ήταν ανένδοτος ώσπου εκνευρισμένος ο γέρος μια ημέρα που τα είχε πιει
σε μια ταβέρνα , είπε στην παρέα του το εξής σπαραχτικό .
<< Αϊ Κιαρατάϊ ι μ΄ μπίρ νιζέτ βίτρα ί ΄κίχενιe Μ΄μν εδέ σμού θα νι φιάλλ΄πάλιο , Νί χέρ Ικίβα πεθερέν εδέ ί κακοντίνν >>.
Αυτός ο κερατάς ο γιός μου 20 χρόνια κάνω έρωτα με την μάννα του και δεν μου είπε μία παλιοκουβέντα , μία φορά , έκανα έρωτα με την πεθερά του , και του κακοφάνηκε .
Το γέλιο φυσικά που ακολούθησε στην κρασοπαρέα που ήταν στο μαγαζί απερίγραπτο .


Τ’ ΜΑΡ ΓΚΡΟΥΛ ΜΠΟΥΚΟΥΡ ΕΔΕ ΕΒΟΓΚ’ΛΛ
Η ΓΚΡΟΥΑ ΕΜΑΔΕ ΕΔΕ ΜΕ ΠΑΡΑ
Τα δύο φιλαράκια σύχναζαν στην δεκαετία του 1930 στην ταβέρνα του Λάμπρου Αποστόλη στον πάνω Μαχαλά όπου έπιναν τα ποτηράκια τους . Ο ένας ο πιο μεγάλος , που τον έλεγαν Γιώργο , ο οποίος ήταν και παντρεμένος , σε μια στιγμή ευφορίας ρώτησε τον φιλαράκο του τον Κώτσο .
Ρέ Κώτς ψέ νούκου μαρτόνε ;
( Ρέ Κώτσο γιατί δεν παντρεύεσαι ;)
Ο Κώτσος τον κοίταξε με ένα ύφος προβληματισμού δίνοντάς του την εξής απάντηση .
Ρε Γιώργ’ ξ’ ντι τσι τ’ μάρ Μπούκουρ εδέ εβογκ’λλ ότε κίν τ’ τιέρ , πο τ΄μάρ μάδε εδέ με παρά νούκου ο σιώχετ΄φάρε .
( Ρε Γιώργο δεν ξέρω τι να πάρω , αν πάρω όμορφη και μικρή θα μου την Γ….. άλλοι , αν πάρω μεγάλη και με λεφτά δεν θα βλέπετε καθόλου ).
Και ο αθυρόστομος Γιώργος του ανταπάντησε με το εξής ξεκαρδιστικό .
Μ’ μήρ κατσίκ εδέ Τε χάν εδέ τ΄τιέρ , παρά μούτ εδέ Τε χάς βέτ ‘ μ .
( Πιο καλό κατσίκι και άς φάνε και άλλοι , παρά σκατά και να το τρώς μόνος σου ).
Το τι έγινε από τα γέλια μέσα στην ταβέρνα δεν περιγράφεται .

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ .
Ο κύρ – Αντώνης αξιωματικός του στρατού και μάλιστα Λοχαγός , εκπαιδεύει τους καινούργιους στρατιώτες που έρχονται στο σύνταγμα . Σε κάθε σειρά ρομαντικός καθώς ήταν και ενδιαφερόμενος για την ιστορία του τόπου ρωτούσε με ενδιαφέρον τα στοιχεία του κάθε στρατιώτη . Έτσι λοιπόν σε μία νέα σειρά , ένα πρωινό ρωτούσε τους στρατιώτες από πού είναι κ.λ.π.
Ρωτώντας μερικούς στρατιώτες ήρθε και η σειρά του Γιώργου να απαντήσει που καταγόταν από το Λεοντάρι Θηβών .
Είσαι ο….τον ρωτάει ο λοχαγός .
Χαιρετώντας τον στρατιωτικά ο Γιώρος αναφέρεται .
Γεώργιος Τάδε από το Μαυρομάτι Θηβών , του Μήτσου και της Μήτσαινας , κ.λ.π.
Τον ναό σου ρωτάει ο λοχαγός .
Ο κύρ – Γιώργος δεν κατάλαβε την ερώτηση .
Τον ναό σου ξαναρωτάει ο λοχαγός .
Το κατάλαβε κάποιος πατριώτης του από το Μαυρομάτι που ήταν δίπλα του και δίνει την πληροφορία στον Γιώργο .
Κλήσιε , σι εθών , κλήσιε ντό.
Και ο Γιώργος με δυνατή φωνή .
Σαίντ οβγίρης κύριε Λοχαγέ .
……………….


ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΟΣ
Στις πλαγιές της Πάρνηθας ένας βοσκός πού ήταν από την Φυλή της Αθήνας , βοσκούσε τα πρόβατά του .
Ξαφνικά βλέπει πολλά άτομα στην περιοχή με μηχανήματα και διάφορα όργανα που τα χρησιμοποιούσαν για να παίρνουν ενδείξεις για τα καιρικά φαινόμενα .
Ήσαν μετεωρολόγοι φοιτητές , που είχαν έρθει από κάποιο πανεπιστήμιο της Αμερικής για εκπαίδευση .
Γειά σας παιδιά, καλημέρα τους λέγει ο τσοπάνος .
Καλημέρα και σε σένα παππού , του απαντάνε οι Αμερικάνοι φοιτητές .
Παραξενεμένος ο βοσκός αφού δεν είχε δεί άλλη φορά τόσο πολύ κόσμο στην περιοχή τους ρωτά με απορία τι θα κάνουν στην περιοχή .
Οι φοιτητές του απάντησαν ότι μελετούν τα καιρικά φαινόμενα .
Παιδιά τους λέει ο βοσκός έχετε τροφές , έχετε χώρο να μείνετε γιατί θα έχουμε πολύ χιόνι .
Έχουμε του λένε οι φοιτητές , και έφυγαν .
Το βράδυ έριξε πολύ χιόνι , οι Αμερικάνοι μετεωρολόγοι κλείστηκαν μέσα στο σπίτι και μετά από ένα μήνα όταν βγήκαν έξω και ο καιρός ήταν καλός πήγαν και βρήκαν τον βοσκό .
Ήθελαν να τον ρωτήσουν , πως το ήξερε , ή πως το κατάλαβε ότι θα ρίξει τόσο πολύ χιόνι , γιατί εμείς στα όργανα που έχουμε , και βλέπουμε τα διάφορα καιρικά φαινόμενα δεν το είδαμε .
Κοιτάτε να δείτε τους λέγει ο γέρο - βοσκός .
Εγώ εδώ στο βουνό έχω ένα γάιδαρο που το χρησιμοποιώ για τις αγροτικές δουλειές , για να μεταφέρω το γάλα , τα ξύλα . να πηγαίνω στο χωριό , να πηγαίνω στη εκκλησία .
Πρόσεξα λοιπόν ότι τα αχαμνά του είχαν μαζευτεί μέσα…
Τώρα που έχει καλό καιρό έχουν ζεσταθεί , έχουν βγει έξω και του κρέμονται . Τώρα μην στενοχωριέστε θα κάνει καλό καιρό .
Ακούγοντας αυτά οι Αμερικάνοι , θυμωμένοι απαντούν .
Πάμε να φύγουμε γιατί εδώ στην Ελλάδα και τα γαϊδούρια τα έχουν κάνει μετεωρολόγους .



Γκλιάϊ – Παναή
Όλοι γνωρίζουμε ότι πριν 50 χρόνια στα χωριά κυρίως ο κόσμος δεν φοβόταν τίποτα , και τα βράδια κοιμόντουσαν έξω χωρίς να φοβούνται τίποτα .
Ένα βράδυ λοιπόν ο μπάρμπα Παναής και η γυναίκα του η θειά Παναγιέσια ήρθαν στο Τσακίρ – Κέφι , παρ΄ όλη την κούραση που είχαν να κάνουν έρωτα .
Αφού άρχισαν να κάνουν έρωτα δύο πιτσιρίκια που ξενυχτούσαν και αυτά γιατί και αυτά είχαν τις ανησυχίες τους , ακούν την θειά Παναγιέσια να λέγει με αναστεναγμό αλλά και με τρυφερότητα στον Μπάρμπα Παναή .
Γκλιάϊ – Παναή …….Γκλιάϊ Παναή …..
Μεγάλωσέ τη Παναή -----Μεγάλωσέ τη Παναή
Και ο ο Μπάρμπα – Παναής ακούγεται να λέγει .
Πισιώ μώϊ , έδε πρέ τσί εσκόβε πέρ λάστιχο .


Ο ΜΠΑΡΜΠΑ ΑΝΤΩΝΗΣ
Χάνι επίνι – Εκιντώνι
Σατ αρώνι Μπάρμπα Αντώνι
Κούρ ντώ βντέσιε Μπάρμπα Αντώνη
Μέρε τράστ εδέ λισώνι - φύγετε .

Φάτε πιείτε και χορέψτε
Όσο ζεί ο μπάρμπα Αντώνης .
Εάν πεθάνει ο μπάρμπα Αντώνης
Πάρτε το ταγάρι και φύγετε .


Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΗΣ ΤΗΝΟΥ .
Ο Μπάρμπα Μήτσος από το Σχηματάρι παρ΄όλο που δεν είχε ταξιδέψει ποτέ με καράβι , επειδή φοβόταν την θάλασσα αποφάσισε να κάνει πράξη το τάμα προς την Παναγία και να επισκεφτεί την εκκλησία της Παναγίας της Τήνου .
Πήγε ο μπάρμπα Μήτσος στην Τήνο , προσκύνησε και γεμάτος ενθουσιασμό και ευχαριστημένος από αυτή την μικρή εκδρομή μπήκε στο καράβι για να επιστρέψει στο Σχηματάρι . Στη μέση της διαδρομής όμως έπιασε μεγάλη φουρτούνα , και ο μπάρμπα Μήτσος φοβήθηκε πάρα – πολύ .
Αισθάνθηκε την ανάγκη λοιπόν να προσευχηθεί στην Παναγία για να τους σώσει .

<< Βαγγελίστριζα Εργκέν Τ να τζέρης νε στεριά Ού ντο βίν κάθε ντίτ – βίτ >> .

Παναγία Ασημένια ,
εάν μας βγάλεις στην στεριά ,
εγώ θα έρχομαι κάθε δύο χρόνια .

Αφού κατέβηκε από το καράβι ο Μπάρμπα Μήτσος
γυρνώντας προς τη Παναγία της λέγει .

Βαγγελίστριζα πότε μώς εμπέσιε δημοσιέ
νούκου ντό βίνιε μέτα νε κλήσιε .

Βαγγελίστρα μου εάν δεν κάνεις το δρόμο δημοσιά ,
δεν ξανέρχομαι στην εκκλησία .


Η ΘΕΙΑΚΑ ΛΙΕΝΑ ΨΗΦΙΖΕΙ .
Η διαδικασία των τελευταίων εκλογών έφερε στο νού μας διάφορες τραγελαφικές ιστορίες που συνέβαιναν στο χωριό με τους ψηφοφόρους και τους κομματάρχες .
Απειλές , εξαγορά συνειδήσεων , ατέλειωτες συζητήσεις και ειδικά στα καφενεία του χωριού , διαπληκτισμοί και πολλές γραφικότητες .
Γεγονός αποτέλεσε και η παροχή του δικαιώματος της ψήφου στις γυναίκες στην δεκαετία του 50 που συζητήθηκε πολύ και προκάλεσε τα δυσμενή σχόλια των ανδρών .
Ο άνδρας της θειάκας Λιένας ο μπάρμπα Μήτσος δεν έχανε την ευκαιρία που να μην έλεγε κάτι για την κυβέρνηση , στο να επιτρέψει και στις γυναίκες να ψηφίζουν στις εκλογές , και κάτι είχε να πεί και στην γυναίκα του την θειάκα Λιένα .

¬- Να , Μόη κουτοπόνηρε , τσί ντό έδε ψήφο .
( Να μόη κπουτοπόνηρη που θέλεις και ψήφο ) .

Στην ουσία όμως εκείνη είχε τον πρώτο λόγο στο σπίτι , εκείνη έκανε κουμάντο εξού και το γεγονός ότι ήταν γνωστός ως ,

<< Μήτσι ί Λιένς >> ( Ο Μήτσος της Λιένας ) .

Παρ ‘ όλα αυτά όμως με τον ποιον να επιλέξει , να ψηφίσει δεν τα πήγαινε καλά και έτσι έπαιρνε έτοιμο το ψηφοδέλτιο , και μάλιστα σταυρωμένο από τον γιό της τον Παναγή και απλώς το έβαζε στο φάκελο και το έριχνε στην κάλπη .

Τις τελευταίες εκλογές πριν πεθάνει την Κυριακή των εκλογών πήγε πρώτα στην εκκλησία όπως είχε συνηθίσει κάθε Κυριακή να πηγαίνει και μετά θα πήγαινε να ψηφίσει στο σχολείο .
Έτσι λοιπόν όταν τελείωσε η εκκλησία , και αφού έκανε το κουτσομπολιό της με την παρέα της , πήρε και το αντίδωρο , καθώς επίσης και την << Φωνή του Κυρίου >> , που μοίραζε ο παπα Αριστείδης για την ενημέρωση των πιστών , για το ευαγγέλιο και τα εκκλησιαστικά , πήρε το δρόμο για το εκλογικό τμήμα ώστε να πραγματοποιήσει το εκλογικό της δικαίωμα .
Δεν ήξερε , βέβαια να διαβάζει , αλλά ήταν μια απαραίτητη διαδικασία .
Για αυτό έβαλε στο φάκελο το χαρτί και το έριξε στην κάλπη .
Γύρισε στο σπίτι ικανοποιημένη αφού πραγματοποίησε και το εκλογικό της δικαίωμα .
- Ψήφισες μάνα : Την ρώτησε ο γιός της ο Παναγής .
- Ναι ντιαλιό , ( Ναι παιδάκι μου ) του απάντησε η μάνα του .
- Τσί ψηφίσε , μόη εμάρ ; την ρώτησε ο μπάρμπα Μήτσος .
- ( Τι ψήφισες μωρή τρελή : )
- Ψήφισα τσι μ’ δα ντιάλι , τι τσί ντό : ( ψήφισα ότι μου έδωσε το παιδί μου , εσύ τι θές : ) , είπε και έβγαλε το άλλο χαρτί να το δώσει στον γιό της τον Παναγή να το διαβάσει .
- Τραγωδία ! Το χαρτί ήταν το ψηφοδέλτιο , στην κάλπη είχε ρίξει την << φωνή του Κυρίου >> .
Βρέ μάνα , τι έριξες στην κάλπη :
Αχού , τσι μπ ΄ρα ντερεζέζα ! Στούρα κάρτ’ν τσι μ’δα πρίφτη!
( Αχού , τι έκανα η κακομοίρα ! Έριξα το χαρτί που μου έδωσε ο παπάς ) .
Να ρεζίλιε , τσί ντό έδε ψήφο , της είπε με ικανοποίηση μουτζώνοντάς την ο Μπάρμπα Μήτσος .

Ο ΤΗΛΕΦΩΝΗΤΗΣ
Ο αυστηρός αρχών πατέρας κτύπησε τον γιό του Μήτσο γιατί τον είπε Μ-Λ-Κ- και μάλιστα τον κτύπησε με την μαγκούρα στο αυτί .
Βλέποντας αυτό ο άλλος γιός λέγει στον πατέρα του .
Τάτ ψέ εράχε Μήτσο ; Πατέρα γιατί κτύπησες τον Μήτσο;
Εράχε ψέ με θόν Μ-λ-κ- . Τον κτύπησα γιατί με είπε Μ-λ-κ- .
Και ο γιός . Τώρα που τον κτύπησες στο αυτί δεν θα ακούει .
Εδέ ; Τι τσι ντο ντρέγκετ τηλεφωνητή . Έ και ; Εσύ τι θα τον κάνεις τηλεφωνητή ;


Η ΠΡΟΤΑΣΗ
Ένα χειμωνιάτικο βράδυ που ο μπάρμπα Κίτσος από το Μπράτσι ( Τανάγρα – θηβων ) είχε όρεξη να παίξει με την θειά Κίτσαινα, της πρότεινε με το δικό του τρόπο να κάνουν έρωτα και μεταξύ τους έγινε ο εξής διάλογος .
Μώϊ Κίτσαινα έα τ- τι – κίχεμ νιτσικ ! Καλέ Κίτσαινα έλα να κάνουμε λίγο έρωτα !
Και η θειά Κίτσαινα του απαντά .
Ρέ ρί , τι – βέτε τ- πριμίερ , εδέ ντό βίν .
Ρέ περίμενε να πάω να κατουρήσω και θα έρθω .
Άργησε η θειά Κίτσαινα να γυρίσει και όταν ήρθε της λέγει ο μπάρμπα Κίτσος .
Μώί κού κέσιε βάρτουρ τ’ πριμίερ νέ χλεμποτσάρι . ( ΑΣΩΠΙΑ–ΘΗΒΩΝ ) .


ΤΑ ΡΟΓΚΟΒΙΛΙΑ .
Ο Μπάρμπα Νίκος και η θειά Νίκαινα ( Νίκαινα η γυναίκα του Νίκου ) την ημέρα που είχαν την επέτειο του γάμου τους είχαν και τις ανάλογες επισκέψεις στο σπίτι . Σε μια στιγμή που ο μπάρμπα Νίκος και η θειά Νίκαινα είχαν απομακρυνθεί από τους μουσαφιραίους τους ο μπάρμπα Κίτσος λέγει στην γυναίκα του .
Μώί έα τ τι κίχεμ νιτσίκ ! Καλέ έλα να κάνουμε λίγο έρωτα !
Και η θειά Νίκαινα .
Ρέ νούκου κά φάρε τούρπ ; Ρέ δεν έχεις καθόλου ντροπή ;
Ρέ για χούαϊ , για μουσαφίρ κουτού . Ρέ είναι ξένοι , είναι μουσαφιραίοι εδώ.
Έ δε τσί κά τσιούνα ρογκοβίλιε έ δε ντό ντήχετ ;
Έ και τι έχει η τσιούνα ρογκοβίλια και θα ακουσθούν ;


Ο ΑΕΡΟΠΟΡΟΣ
Ο γιός της θειά Βασίλαινας ο Λιάμης πέρασε στην αεροπορία , έγινε αεροπόρος και περνούσε τακτικά πάνω από το χωριό του , με τα αεροπλάνα της τότε εποχής , για να θυμάται το χωριό του .
Μια ημέρα που πέρασε ένα αεροπλάνο από το χωριό του Λιάμη η γειτόνισσα της θειά Βασίλαινας , η θειά Κίτσαινα βλέποντάς την έξω από την αυλή της λέγει .
Βασίλαινα σε αυτό το αεροπλάνο που περνάει τώρα από το χωριό μας είναι μέσα ο Λιάμης σου και το οδηγάει .
Και η θειά Βασίλαινα με μητρική στοργή .

Μπάχου Λιάμο μου μώς μπίες .
Βαστήξου Λιάμη μου μην πέσεις .



…Από ΤΟ ΚΟΡΩΠΙ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ .
Μία νοικοκυρά από το κορωπί ( Η θειά Λιέσια ) , έστειλε ένα Σαββατιάτικο πρωινό τον άνδρα της , τον Μπάρμπα Ηλία στην Αθήνα για να αγοράσει κρέας και να φάνε το Μεσημέρι .
Έμπλεξε όμως με μια κρασοπαρέα και άργησε να επιστρέψει στο σπίτι του .
Πήρε λοιπόν το απογευματινό λεωφορείο και ξεκίνησε να έρχεται προς το Κορωπί .
Το κρέας όμως που είχε αγοράσει στην Αθήνα ήταν πολύ ώρα εκτός ψυγείου και φυσιολογικό ήταν μέσα στο κατακαλόκαιρο να αρχίζει να μυρίζει , και οι μύγες που ήσαν μέσα στο λεωφορείο άρχισαν να κάνουν επιθέσεις προς το κρέας .
Ο Κορωπιώτης προσπαθούσε να τις διώξει , αλλά αυτές συνέχιζαν και να τον ενοχλούν αλλά και να προσπαθούν να πηγαίνουν στο κρέας αφού μύριζε .
Ο Μπάρμπα Λιάς από το κορωπί όσο πέρναγε η ώρα νευρίαζε περισσότερο .
Από τα νεύρα του λοιπόν πιάνει μία μύγα και καθώς ήταν στο χέρι του άρχιζε να της κόβει τα φτερά , και από το ανοιχτό παράθυρο την πετάει έξω από το λεωφορείο , στο δρόμο λέγοντάς της .
Κούρ νούκου κέσιε μέντ τι βίν με λεωφορείο , Έα μ – κ – μπ- ν νάνι .
Αφού δεν είχες μυαλό έλα με τα πόδια τώρα .


ΑΠΟ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ;
Στο μικρό αλλά και μοναδικό καφενείο του χωριού , πίνοντας το καφεδάκι τους δύο γεροντάκια κάτοικοι του χωριού , ο Μπάρμπα Μήτσος με τον Μπάρμπα Κώτσο συζητούσαν τα διάφορα θέματα του χωριού αλλά και της επικαιρότητος .
Ξαφνικά μπαίνει μέσα στο καφενείο ένας μαύρος ( κάτοικος Αφρικής ) .
Παραγγέλνει και αυτός καφέ , και κάθεται στο διπλανό τραπέζι που κάθονταν οι δύο φίλοι μας .
Πιάνοντας την κουβέντα ο Μπάρμπα Μήτσος με τον μπάρμπα Κώτσο του λέγει .
- Γκά κού για Ντιάλι . ( Από πού είναι το παιδί ) ;
- Ντιάλι για γκά Καμερούν του λέγει ο Μπάρμπα Κώτσος .
- Το παιδί είναι από το Καμερούν του λέγει ο Μπάρμπα Κώτσος ) .
- Εκείνη την στιγμή πετάγεται ο Μπάρμπα Αντρίκος που καθόταν στο διπλανό τραπέζι , για να μπεί και αυτός στην συζήτηση και τους λέγει με απορία .
- Έδε Δε μού θούασιe . Tσίλι Ντιάλ για γκά Καμερούν ;
- Και δεν μου λές ; Ποιανού παιδί είναι από το Καμερούν .


ΑΡΒΑΝΙΤΙΚΑ – ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ .

  • ΤΣΙ – ΚΙΟΣ - ΄Τ – ΚΙΕΣΙΕ = ΤΡΟΜΑΡΑ ΣΟΥ .
  • ΙΜΑΡ – ΤΙ – ΜΩΤΙΑ .= ΑΠΡΟΚΟΠΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ , ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ ΤΙ ΤΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ .
  • ΡΗΝΤΕ – ΚΛΗΝΤΕ = ΟΤΑΝ ΜΠΑΙΝΕΙ ΚΑΠΟΙΟΣ ΣΕ ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΕΙ , ΜΕΤΑ ΛΕΜΕ ΟΤΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟ ΕΚΑΝΕ ////////////// ΡΗΝΤΕ – ΚΛΗΝΤΕ .
  • ΦΑΡΕ – ΜΩΣ – ΣΕ – ΓΚΑ . = ΤΩΡΑ !!! ΜΑΛΙΣΤΑ . // ΜΗΝ ΤΟ ΚΟΥΝΑΣ ΚΑΘΟΛΟΥ , ΜΗΝ ΤΟ ΑΓΓΙΖΕΙΣ ΚΑΘΟΛΟΥ ,
  • ΑΣΤΟΥ – ΝΤΟΥΑ = ΜΕ ΤΟ ΕΤΣΙ ΘΕΛΩ .
  • ΑΣΤΟΥ – Ε – ΔΕ -ΔΑΣΤΟΥ = ΕΤΣΙ ΚΑΙ ΕΤΣΙ .
  • ΠΙΣΙΩ ΝΑΝΙ – ΜΠΛΗΔΟΥΝΙ = ΜΗΝ ΜΙΛΑΤΕ ΜΑΖΈΨΤΕ ΤΑ .
  • ΜΩΣ ΦΩΛΙΕ ΦΑΡΕ = ΜΗΝ ΜΙΛΑΣ ΚΑΘΟΛΟΥ .
  • ΒΑΡΔΑ – ΠΟΥΝ
  • ΚΑΚΟΜΟΙΡΑ ΑΓΙΟ ΒΕΡΑ , ΤΖΙΕΡ ΜΕΝΤ ΕΔΕ ΒΕ ΤΕ ΤΙΕΡΑ . (ΚΑΚΟΜΟΙΡΑ ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΡΑΣΙ ΒΓΑΖΕΙ ΤΑ ΜΥΑΛΑ , ΚΑΙ ΤΑ ΒΑΖΕΙ ΣΕ ΑΛΛΟΥΣ) .
  • ΝΕΙΑΑΑΑΤΑ ΠΗΛΙΟ .
  • Νέ φούρετ Ντέ ------Φούρετα .
Κατάρα στα σκυλιά και ανθρώπους , να πάνε στο φούρνο , ή στο βουνό και να φύγουν μακριά από κοντά μας να μην τα βλέπουμε .
  • ΜΩΪ …ΠΩ - ΠΩΩΩΩ !
  • Τέντρα ΄κ Τέντρα .
  • Ού ! Τσί να μά Ρσώβε Σώντε . = Ού που μας τρέλλανες σήμερα , απόψε .
  • ΜΩΣ ΝΑ ΜΑΡΣΩΑ /// ΑΣΕ ΜΑΣ ΤΩΡΑ //// ΜΗΝ ΜΑΣ ΤΡΕΛΑΙΝΕΙΣ
  • ΛΙΕΝΑ ΝΑΝΙ ΑΣΕ ΜΑΣ ΤΩΡΑ .
  • ΕΣΚΕΠΕΤΩΒΕ *** ΔΡΑΠΕΤΕΥΣΕ
  • ΚΩΚ ΝΤΑΒΑΡ
  • Α , ΡΕ ΤΡΙΜΠΟΝΙΑ , Ο ΣΚΛΗΡΟΣ , Ο ΜΑΓΚΟΥΦΗΣ, Ο ΑΝΑΠΟΔΟΣ .
  • Ά Ρέ Τριμπούαρ
  • Α ΡΕ ΚΩΚ ΤΡΆΣΙΑ ………
  • Μπάν πούστιν Σα – τ – ζ ” ρνιe
  • Μώϊ ίμε Μπίλιε , …Μώϊ κόρη μου ,
  • Θώϊ σάτ έ μπίλιε … Πές της κόρης σου ,
  • Τι θώτ Μπίλιες , … Να πεί της κόρης της ,
  • Σε ί κλιάν έ Μπίλιε , … Γιατί κλαίη η κόρη της .
……………………………..............................................................................
Πρίφτη εδέ πριφτέσια βάν τι κιρόν βρέστα .
Τώρ –Τώρ, νε νυδρί , ράν πιρδένα εδέ τι ντί .
Πριφτέσια τζούαρ γκούνουνου .
Πρίφτ τζούαρ τσούνουνου .
Πέρ τι μπέν πούνουνου .
………………………....................................................................................
Πλιάκου μπούαρ πλιάκουν .
Εδέ ψάξ τέρ νάτ – ν .
Αχέρα νέ νί χαραγή .
Ου πρεξίαν εδέ τι ντί .

Πλιάκα θα φταίξε τι .
Πλιάκου θα φταίξε εδέ τέ ντί .
Πλιάκα στρώϊ γκούνουν .
Εδέ πλιάκου τζούαρ τσούνουν .
Πέρ τι μπέν πούνουν .

Δευτέρα 2 Αυγούστου 2010

ΜΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΗ .

ΜΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΗ .

Η γενιά των κατοίκων της φάρας των Βουλγαραίων πού διαμένουν στο χωριό μας αρχίζει από το έτος 1840 περίπου .
Η καταγωγή του γενάρχη της φάρας των Βουλγαραίων που ευρίσκεται σήμερα στο χωριό μας Τανάγρα – Θηβών είναι από την Εύβοια και μάλιστα από το χωριό Οξύλιθος .
Γενάρχης ο Κωνσταντής Βούλγαρης ο οποίος μεγαλώνοντας αποφάσισε να γίνει κτίστης και μάλιστα γεφυροποιός .
Τον φώναζαν και Κιούση αφού στα αρβανίτικα Κιούσης είναι ο κτίστης , και όλα τα άτομα που ασχολούνται με τις οικοδομικές εργασίες έτσι τους φώναζαν .
Στο χωριό μας ήρθε σε μικρή ηλικία μαζί με την μητέρα του η οποία ήταν χήρα αφού ο πατέρας του είχε πεθάνει .
Το αρχικό όνομά του ήταν ΡΙΝΓΚΟΣ .
Μετά το θάνατο του πατέρα του η μητέρα του Κωνσταντή αποφάσισε να ξαναπαντρευτεί .
Ο άνδρας της ήταν από κάποια περιοχή της Μακεδονίας .
Τα χρόνια αυτά τους κατοίκους της Μακεδονίας τους φώναζαν Βουλγάρους .
Όταν έβλεπαν τον μικρό Κωνσταντή οι κάτοικοι , ρωτούσαν ποιανού παιδί είναι αυτό:
Έλεγαν το παιδί του Βούλγαρη .
Οπότε μετά παρέμεινε , έμεινε το όνομα σε όλη την γενιά ως επίθετο ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ .
Όταν μεγάλωσε ο Κωνσταντής η μητέρα του έφυγε από το χωριό αφήνοντας τον Κωνσταντή στο ( ΜΠΡΑΤΣΙ ) σημερινή Τανάγρα , παίρνοντας τον άνδρα της τον Μακεδόνα και πηγαίνοντας σε κάποιο άλλο μέρος της Ελλάδος , ίσως να ξαναγυρίσανε πάλι στο Οξύλιθο .
Όπως τονίσαμε πιο πάνω ο Κωνσταντής αφού μεγάλωσε έγινε γεφυροποιός και μάλιστα καλός μάστορας αφού όπως ξέρουμε είχε φτιάξει την πέτρινη γέφυρα που είναι στην άκρη του χωριού , πηγαίνοντας προς την Ασωπία , την γέφυρα στον Άγιο Θωμά και πολλές άλλες .
Παντρεύτηκε στο Μπράτσι που ζούσε και κατοικούσε , με την κόρη του Δήμ – Δριχούτη , και αδελφή του Θανάση , χρήστου , και Μιχάλη Δριχούτη .
Απέκτησαν τους:
  1. Κωνσταντίνα η οποία παντρεύτηκε τον Ηλία Μπλάνα .
  2. Νικόλαο ο οποίος γεννήθηκε στις 5 Ιουλίου 1875 , και είχε παντρευτεί την Μαγδαληνή Παναγιώτου Αναστασίου , από το σόϊ των Τσαμασήριδων που έλεγαν τότε και που είχαν πολεμήσει στην επανάσταση του 1821 .
  3. Σωτήριο που γεννήθηκε στις 10 – 6 – 1885 και παντρεύτηκε την Ελένη Αναστ . Κολιγιώργη .
  4. Ιωάννη ο οποίος γεννήθηκε το 1878 και που παντρεύτηκε την Μαρία Νίκα του Χαραλάμπους από τα Οινόφυτα .
  5. Μαρία η οποία παντρεύτηκε τον Νικόλαο Κολούτσο από τον Ελαιώνα Θηβών ( Σπαίδες ) .
  6. Αντώνιο ο οποίος γεννήθηκε 9 – 4 – 1883 και παντρεύτηκε την Περσεφόνη ………….από την Θήβα .
  7. Χρυσούλα η οποία η οποία παντρεύτηκε στην Αθήνα τον Σωτήριο Δελαβέκουρα .
  8. Θύμιο που δεν είχε παιδιά και ζούσε στην Αμερική .
  9. Θανάση που δεν είχε οικογένεια αφού είχε πεθάνει νέος .

Ο Κωνσταντής με την γυναίκα του Αργύρα ήταν δραστήρια , δημιουργικά , ανήσυχα άτομα , που δημιούργησαν μία σωστή οικογένεια αλλά και μια μεγάλη περιουσία .
Ενώ η οικογένεια του Κωνσταντή Βούλγαρη απολάμβανε όλα τα αγαθά που τους είχε δώσει ο Θεός , την 31η Ιανουαρίου 1900 έξω από το μαντρί του που είχε τα πρόβατα στην περιοχή Βένιζα οι ληστές τον σκότωσαν αφήνοντας την οικογένειά του στο έλεος του Θεού .
Η γυναίκα του Αργύρα έμεινε χήρα , προστάτεψε και μεγάλωσε τα παιδιά της .
Ο πρώτος γιός της Νικόλαος που τη εποχή αυτή ήταν παντρεμένος ήρθε πάλι στο πατρικό του σπίτι και βοήθησε την μητέρα του στο μεγάλωμα των παιδιών αλλά και στις υπόλοιπες ανάγκες του σπιτιού .
Τα παιδιά μεγάλωσαν , δημιουργήθηκαν , παντρεύτηκαν και έφτιαξε ο καθένας την δικιά του οικογένεια .
----------------------------------------------------------------------------------------------

O Αριστείδης Κόλλιας στο βιβλίο του ΟΙ ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ (σελίδα – 494) αναφέρει περισσότερα στοιχεία για τους κατοίκους Βουλγαραίους , αφού όπως γνωρίζουμε σε όλη την Ελλάδα υπάρχει το επίθετο Βούλγαρης .
Το επίθετο Βούλγαρης, υπέθεσαν πολλοί ερευνητές ( Βουρνάς λ. χ. ) πως υποδηλώνουν Βουλγαρική καταγωγή και αυτό είναι πειστικότατο και αληθοφανές , μα τελικά αποδείχνεται λάθος .
Τα ονόματα αυτά θα τα συναντήσουμε σε Αρβανιτοχώρια . Οι Βούλγαροι βέβαια δεν έχουν καμιά σχέση με τους Αρβανίτες , αλλά οι Αρβανίτες έχουν , δεδομένου ότι , όπως στις άλλες Βαλκανικές χώρες έτσι και στην Βουλγαρία υπήρχαν παροικίες και χωριά ολόκληρα Αρβανίτικα ( Αρμπανάσια ) .
Οι Αρβανίτες της Βουλγαρίας που κατέβαιναν στην νότια Ελλάδα για πολλούς και ποικίλους λόγους , που αλλού θα πήγαιναν ;
Στα Αρβανιτοχώρια ! Οι Αρβανίτες του νότου , ονόμαζαν αυτούς τους συμπατριώτες τους Βούργαρι ή Βούλγαρι , δηλαδή Βούλγαρος με επίθετο δηλωτικό της τοπικής προέλευσης , πράγμα πολύ συνηθισμένο .
Εάν το επίθετο προερχόταν από μη Αρβανίτες , από άλλους Έλληνες , θα έπρεπε να είναι Βούλγαρος και όχι Βούλγαρης .
Άλλωστε από ότι είπαμε , το επίθετο απαντάται σε Αρβανιτοχώρια μέχρι σήμερα και είναι γνωστός ο γραφικός πρωθυπουργός του Άστου ε Ντούα , των πρώτων μετεπαναστατικών χρόνων Γ . Βούλγαρης .


---------------------------------------------------------------------------------


ΚΩΝ/ΝΟΣ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΒΟΥΛΓΑΡΗ .