ΔΗΛΕΣΙ
Το αρχαίον Δήλιον της Βοιωτίας βρισκόταν στην ίδια θέση με το σημερινό, όπως μαρτυρούν οι σπόνδυλοι των κόνων και πολλά Θεμέλια που σήμερα καλύπτονται από τη θάλασσα και που διακρίνονται όταν αυτή αποσύρεται.
'Ηταν πολίχνη της Βοιωτίας στην αρχή μεν, υπαγόμενο στη Θήβα. Αργότερα δε στην Τανάγρα της οποίας ήταν και το επίνειο της.
'Ηταν ένα από τα κυριότερα λιμάνια της βοιωτικής ακτής προς τον Ευβοϊκό κόλπο απέναντι από την Ερέτρια. Αλλά και οι δημόσιοι δρόμοι έδιναν ιδιαίτερη κίνηση εις το Δήλιο το οποίο βρισκόταν μεταξύ τόσων κωμοπόλεων με τις οποίες είχε στενή επικοινωνία. 'Ενας κεντρικός δρόμος από την Τανάγρα προς τον Ωρωπό και το Αμφιαράειον διερχόμενος από τα Οινόφυτα, συναντούσε δυο άλλους παραλληλους και κάθετους προς αυτόν μεταξύ των οποίων βρισκόταν το Δήλιον. Οι δρόμοι αυτοί με μικρή παράκλιση διασώζονται μέχρι και σήμερα.
Η αρχή της ζωής του Δηλίου χάνεται στα βάθη των αιώνων και πριν γίνουν ανασκαφές ήταν δύσκολο να αναφερθεί κανείς σε αυτή.
Οπωσδήποτε όμως κατά τον 6ον π.Χ. αιώνα όχι μόνο υπήρχε, αλλά ήταν και ευρύτατα γνωστό.
Ο Στράβων, αναφερόμενος στο Δήλιο λέει: «Είτα (μετά τον Ωρωπόν) Δήλιον το ιερόν του Απόλλωνος εκ Δήλου αφιδρυμένου. Ταναγραίων πολίχνιον Αυλίδος διέχον σταδίους τριάκοντα ». Οπωσδήποτε λοιπον ο ναός του Απόλλωνα ήταν κτισμένος κατά το πρότυπο του ναού της Δήλου όπως και αλλού το ιερό του Ασκληπιού ήταν όμοιο του ναού της Θεσσαλικής Τρίηκης, «ιερόν Ασκληπιού, αφίδευμα του εν τη Θετταλική Τρίηκη ».
Κατά τη μάχη του Δηλίου (424 π.Χ.) ο Αθηναίος στρατηγός Ιπποκράτης προσπαθεί να τειχίση το ιερόν, καταστρέφων τις εντός αυτού ιδιωτικές οικίες για εξεύρεση λίθων. Φαίνεται ότι το ιερόν δε βρισκόταν γενικά σε καλή κατάσταση.
Το 2ο μ.Χ. αιώνα επισκέφτηκε το Δήλιον ο Παυσανίας ο οποίος λέει ότι στο ναό του Απόλλωνα υπήρχαν αγάλματα της Λητούς και της Αρτέμιδος.
Το Δήλιον συνδέεται στενότερα με τη Δήλο και η ονομασία του οφείλεται σε αυτή τη σχέση. Υπήρχε και εδώ ναός του Απόλλωνος, ο οποίος
κατά τον Bursian, ιδρύθηκε απο Ίωνες της Δήλου. 0 Απόλλων επειδή γεννήθηκε στη Δήλο και λατρεύτηκε κυρίως εκεί, ονομαζόταν Δήλιος και Διμιεύς.
Κατά τον ίδιο ασφαλώς τρόπο ονομάσθηκε Δήλιον και το μικρό χωριό της Βοιωτίας.
Σήμερα στη γλώσσα των χωρικών της Ταναγραϊκής αλλά και γενικότερα, λέγεται Δήλεσι ή Δίλισι, αποτέλεσμα του Αρβανίτικου εποικισμού.
Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΔΗΛΙΟΥ
Μετά το τέλος των Περσικών πολέμων, οι Αθηναίοι γνώρισαν τη μεγαλύτερη πρόοδο σε όλες τις μορφές του πολιτισμού, γι' αυτό και η εποχή του Περικλέους ονομάστηκε «Χρυσός αιών».
Δυστυχώς όμως ο φθόνος και η αντιζηλία των ελληνικών πόλεων, οδήγησαν σε σύγκρουση τις δύο μεγάλες πόλεις, Αθήνα και Σπάρτη και κοντά σε αυτές όλες τις υπόλοιπες.
Ο Πελοποννησιακός πόλεμος (431-404 π.Χ.) ξέσπασε κατά τον Θουκυδίδη, λόγω της αύξησης της δύναμης των Αθηνών και από το φόβο των Σπαρτατιών για το λόγο αυτό. Τη δε αφορμή έδωσε η σύγκρουση των Κορινθίων με τους Κερκυραίους.
Η Ελλάδα χωρίστηκε και πάλι σε δυο αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Με τους Σπαρτάτιες πήγαν ολοι οι Πελοποννήσιοι, εκτός από τους Αργείους και τους Αχαείς, οι οποίοι τήρησαν κάποια ουδετερότητα και οι Μεγαρείς, οι Βοιωτοί, εκτός των Πλαταιέων, οι Λοκροί, οι Φωκαείς, οι Αμπρακιώται και οι Λευκάδιοι.
Με τους Αθηναίους πήγαν οι Πλαταιείς, οι Μεσσήνιοι της Ναυπάκτου, οι Ακαρνάνες, οι Κερκυραίοι και οι Θεσσαλοί με το αξιόμαχο ιππικό τους.
Ο πόλεμος άρχισε την άνοιξη του 431 π.Χ. με την επίθεση των Θηβαίων κατά των Πλαταιών, συμμάχων των Αθηναίων. 0 Αρχίδαμος, αρχηγός των Σπαρτιατικών δυνάμεων, ήρθε στη Βοιωτία και ο Ωρωπός λεηλατήθηκε κυριολεκτικά.
Κατά το δεύτερο χρόνο του πολέμου, το καλοκαίρι του 430 π.Χ. θέρισε τους Αθηναίους μεγαλη επιδημία και μεταξύ των θυμάτων ήταν και οι δύο γιοι του Περικλέους. Το ίδιο έπαθε ο Αθηναϊκός στρατός και στην Ποτείδαια, όπου και εκεί απέτυχε στην αποστολή του.
Δύο μήνες και έξι μέρες από την κήρυξη του Πελοποννησιακού πολέμου, την άνοιξη του 429 π.Χ. πέθανε ο Περικλής, αφήνοντας πίσω του μεγάλο κενό.
Κατά το θέρος του 424 π.Χ. ο Βρασίδας, αρχηγός των Σπαρτατικών δυνάμεων βρισκόταν στα Μέγαρα. Με αυτόν ενώθηκαν οι Βοιωτοί για να εμποδίσουν τους Αθηναίους να κυριεύσουν την πόλη και η σύγκρουση που ακολούθησε κοντά στη Νίσα δεν ανέδειξε νικητή.
Τα γεγονότα αυτά έπεισαν τους Αθηναίους ότι οι δυνατοί Βοιωτοί ήταν επικίνδυνοι. Για το λόγο αυτό αποφάσισαν με αιφνιδιαστική επίθεση, να κυριεύσουν μερικές αξιόλογες πόλεις και να εξασθενήσουν τη δύναμή τους. Περισσότερο δε απέβλεπαν στην αντικατάσταση του αριστοκρατικού πολιτεύματος των Βοιωτών με το δημοκρατικό για να μπορέσουν έτσι αφενός μεν να διαλύσουν τη φιλία τους με τη Σπάρτη και αφετέρου να τους στρέψουν εναντίον της.
Με αυτή την πρόθεση οι Αθηναίοι στρατηγοί Δημοσθένης και Ιπποκράτης, συνεννοήθηκαν με τους εξόριστους Θηβαίους και ιδιαίτερα με τον Πτοιόδωρο και κατέστρωσαν το σχέδιο.
Βάσει αυτού έπρεπε στην αρχή να κυριευτούν τα ευρισκόμενα στο Κρισαίο κόλπο οχυρώματα των Βοιωτών και στη συνέχεια η Χαιρώνεια, η οποία ανήκει στον Ορχομενό και της οποίας πολλοί εξόριστοι ήταν συνεργάτες των Αθηναίων.
Παράλληλα, οι άλλοι Αθηναίοι θα έπρεπε να καταλάβουν το Δήλιο επίνειο τότε της Τανάγρας. Όλα αυτά έπρεπε να γίνουν την ίδια μέρα, ώστε να αιφνιδιαστούν οι Βοιωτοί και να μη μπορέσουν να βοηθήσουν το Δήλιον αναγκασμένοι να υπερασπίσουν τας Σίφας και τη Χαιρώνεια.
Οι Αθηναίοι έλπιζαν ότι με την κατάληψη του Δήλιου Θα αποκτούσαν ορμητήριο και με τη βοήθεια των Πλαταιών και άλλων φίλων τους Θα πετύχαιναν τους σκοπούς τους. Κατά το σχέδιο, ο Δημοσθένης, εισβάλει στη Ναύπακτο με 40 πλοία, έτοιμος, αφού συγκεντρώσει στρατό από τους Ακαρνάνες και άλλους συμμάχους, να καταλάβει τας Σίφας. Ο δε Ιπποκράτης ετοιμαζόταν για το Δήλιον.
Δυστυχώς άμως για τους Αθηναίους, το σχέδιο της συνδυασμένης επίθεσης απέτυχε, διότι ο Δημοσθένης έπλευσε νωρίτερα στας Σίφας, οι δε Βοιωτοί ενημερωμένοι, είχαν λάβει τα μέτρα τους στας Σίφας και στη Χαιρώνεια. Έτσι οι Αθηναίοι επέστρεψαν άπρακτοι.
Στην άλλη άκρη της Βοιωτίας, ο Ιπποκράτης οδήγησε τους Αθηναίους στο Δήλιον.
Όπως φαίνεται, εκεί δεν υπήρχαν βοιωτικά στρατεύματα γιατί δεν αντιμετώπισαν καμιά αντίσταση. Κατέλαβε το Δήλιον και αφού στρατοπεύδευσε, το ετείχισε και ιδιαίτερα το ιερό του Απόλλωνα, το οποίο περιέβαλε με τάφρο και πρόχωμα.
Ύστερα από τέσσερες ημέρες σκληρής εργασίας,αφού τέλειωσε το μεγαλύτερο μέρος της οχυρώσεως, απομάκρυνε απά το Δήλιο το στρατό του ώστε να φαίνεται ότι αποχωρεί. Ο ίδιος ο Ιπποκράτης παρέμεινε για να τελειώσει την οχύρωση.
Οι Βοιωτοί είχαν αποχωρήσει από τας Σίφας και είχαν συγκεντρωθεί στην Τανάγρα, από όπου παρακολουθούσαν τις κινήσεις των Αθηναίων, έτοιμοι να αποκρούσουν την εισβολή, την οποία θεωρούσαν βεβαία.
Το τέχνασμα του Ιπποκράτη, δηλαδή η φαινομενική αποχώρηση των Αθηναίων από το Δήλιον, έπεισε αρκετούς Βοιωτούς και τους περισσότερους Βοιωτάρχες, ότι οι Αθηναίοι φοβήθηκαν και επέστρεψαν στην πατρίδα τους. Για το λόγο αυτό και για το ότι οι Αθηναίοι βρίσκονταν στα σύνορα της Βοιωτίας δε Θέλησαν να πολεμήσουν. Από τους έντεκα όμως Βοιωτάρχες, o Παγώνδας, ο υιός του Αιόλαδου, Βοιωτάρχης των Θηβών και ο Αριανθίδης, υιός του Λυσιμαχίδου, επέμειναν ότι έπρεπε να απωθήσουν τους Αθηναίους στο εσωτερικό της χώρας τους. Ο δε Παγώνδας, ο οποίος έτυχε να είναι εκείνη την ημέρα «ηγεμονεύων Βοιωτάρχης», για να μη συναντήσει αντίδραση κάλεσε τους στρατιώτες του σε μικρές ομάδες και τους είπε:
« Άνδρες της Βοιωτίας. Εμείς οι άρχοντες δεν έπρεπε καθόλου να σκεφτούμε ότι δε θα έπρεπε να επιτεθούμε εναντίον των Αθηναίων επειδή αυτή τη στιγμή δε βρίσκονται στη βοιωτική γη. Διότι αν δεν ήθελαν να υποδουλώσουν τον τόπο μας γιατί ξεκίνησαν με όλο το στρατό τους, ήρθαν στο Δήλιον και κατασκεύασαν τείχος; Βεβαίως για να καταστρέψουν τη Βοιωτία. Οι Αθηναίοι λοιπόν, είναι εχθροί μας και θα είναι δίκαιο να τους επιτεθούμε οπουδήποτε διότι αυτοί πρώτοι εκστράτευσαν εναντίον μας.
Εναντίον τέτοιων επικίνδυνων γειτόνων πρέπει να πολεμήσουμε με γενναιότητα διότι αν νικηθούμε, η πατρίδα μας θα χάσει ότι απέκτησε μέχρι τώρα με τόσες θυσίες.
Έτσι τελείωσε τον ενθουσιώδη λόγο του o ικανός και τολμηρός Παγώνδας, ο οποίος ήξερε να αποκτά την αγάπη των στρατιωτών του και μετέδωσε τον ενθουσιασμό σε ολόκληρο το στράτευμα. Και μόλις δόθηκε το σύνθημα όλοι μαζί ξεκίνησαν για το Δήλιον, με ταχύτητα για να μην τους προλάβει η νύχτα. Πριν φτάσουν σε αυτό, σταμάτησαν πίσω από το λόφο για να μην τους δουν οι Αθηναίοι και να πάρουν τις τελευταίες οδηγίες. Κατόπιν πήραν τα όπλα τους, ανέβηκαν πάνω στο λόφο και η δύναμή τους που πλησίαζε τις 19 χιλιάδες (εφτά χιλιάδες οπλίτες, περισσότεροι απο δέκα χιλιάδες ελαφρώς οπλισμένοι, χίλιοι ιππείς και πεντακόσιοι πελταστές). παρατάχτηκαν ως εξής:
Το δεξιο άκρο κατείχαν οι Θηβαίοι παρατεταγμένοι σε βάθος 25 αντρών, το αριστερό οι Ταναγραίοι, οι Θεσπιείς και οι Ορχομένιοι, στο κέντρο οι Αλιάρτιοι, οι Κωπαείς, οι Κορωναίοι κ.ά. Εις τα δύο άκρα τοποθετήθηκαν οι ιππείς και οι ελαφρώς οπλισμένοι. Έτσι ο βοιωτικός στρατός ήταν έτοιμος για την επίθεση.
Αλλά και στο στρατόπεδο των Αθηναίων όπως ήταν φυσικό, παρατηρείτο η ανάλογη κίνηοη. Ο Ιπποκράτης βρισκόταν στο Δήλιον όταν έμαθε τις κινήσεις των Βοιωτών. Άφησε εκεί 300 ιππείς για να φρουρούν το ιερόν και πήγε στο στρατόπεδο των ΑΘηναίων.
Οι Αθηναίοι ήταν περίπου 7.000 και παρατάχθηκαν σε βάθος οκτώ αντρών με τους ιππείς στα δύο άκρα. Όταν όλο το στράτευμα ήταν έτοιμο, ο Ιπποκράτης δεν παράλειψε να τους ενθαρρύνει λέγοντας: «Άνδρες Αθηναίοι. Δεν είναι ανάγκη να πω πολλά διότι για τους γενναίους άνδρες αρκούν τα λίγα και τα οποία λέγονται για να υπενθυμίσουν το καθήκον. Ας μη νομίσει κανείς από εμάς ότι επειδή βρισκόμαστε σε ξένη γη δεν πρέπει να πολεμήσουμε διότι αν και βρισκόμαστε εδώ, ο αγώνας γίνεται για την πατρίδα. Η μάχη αυτή θα είναι απο τις σημαντικότερες, διότι αν νικήσουμε ουδέποτε πλέον οι Πελοποννήσιοι θα εισβάλουν στη χώρα μας επειδή δε θα έχουν τη βοήθεια του βοιωτικού ιππικού. Με μια λοιπόν μάχη και τη Βοιωτία θα νικήσουμε και την πατρίδα θα ελευθερώσουμε.
Γίνετε λοιπόν άξιοι της πόλεως των Αθηνών, για την οποία είστε περήφανοι και των πατέρων οι οποίοι νίκησαν τους Βοιωτούς στα Οινόφυτα και έγιναν κύριοι ολης της Βοιωτίας».
Πριν τελειώσει ο Ιπποκράτης φάνηκε να έρχεται ο όγκος των Βοιωτών. Η μάχη άρχισε και τα πτώματα των στρατιωτών κάλυπταν το πεδίο της μάχης. Ο αγώνας ήταν σκληρός και πεισματώδης.
Στην αρχή ενικάτο το αριστερό άκρο των Βοιωτών από τους Αθηναίους, οι οποίοι πίεζαν ιδιαιτέρως τους Θεσπιείς που είχαν και τις μεγαλύτερες απώλειες. Αντιθέτως στο δεξιό άκρο οι Θηβαίοι απωθούσαν τους Αθηναίους.
Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή για το αριστερό άκρο των Βοιωτών, ο Παγώνδας έστειλε δύο ίλες ιππικού για να το ενισχύσει. Η κίνηση αυτή του Παγώνδα υπήρξε σωτηρία, διότι οι Αθηναίοι νόμισαν ότι νέο στράτευμα των Βοιωτών ήρθε προς ενίσχυση και τους περικύκλωσε και πανικόβλητοι τράπηκαν σε φυγή.
Άλλοι από αυτούς όρμησαν προς το ιερό του Απόλλωνα, αλλοι προς τον Ωρωπό, άλλοι προς την Πάρνηθα και όπου νόμιζε ο καθένας ότι θα σωθεί. Οι Βοιωτοί μανιασμένοι τους καταδίωκαν μέχρι τη νύχτα,
Αξιοσημείωτο είναι ότι στη μάχη έλαβε μέρος και ο Σωκράτης, ο οποίος κατά την ώρα της φυγής έσωσε τον Ξενοφώντα, ο οποίος έπεσε από το άλογό του.
Μετά το τέλος της συμπλοκής οι Βοιωτοί έστησαν τρόπαιο για τη νίκη τους, μετέφεραν τους νεκρούς τους και τους έθαψαν στην πατρική γη με μεγάλες τιμές όπως τουλάχιστον δείχνουν οι νεκροί των δύο πολεων της Τανάγρας και των Θεσπιών.
Οι πολεμιστές αφού αφαίρεσαν απο τους νεκρούς Αθηναίους ότι είχαν, άφησαν στρατιώτες να φρουρούν και αποσύρθηκαν στην Τανάγρα απ' όπου ετοιμάζοντο για νέα επίθεση εναντίον της Πολίχνης και του ιερού του Δηλίου το οποίο βρισκοταν ακόμη στα χέρια των Αθηναίων. Συγχρόνως έστειλαν κήρυκα στην Αθήνα και διαμαρτυρήθηκαν για την παράνομη κατάληψη του Δήλιου, για τη βεβήλωση του ιερού του Απόλλωνα και για την ύδρευση από το «άψαυστον ύδωρ » το προοριζόμενο μόνο για τις ιεροτελεστίες. Και τελικά τους κάλεσαν να αποχωρήσουν από το Δήλιον.
Οι Αθηναίοι όμως λογω της μεγάλης σημασίας που έδιναν για το Δήλιον, αρνήθηκαν να το εγκαταλείψουν, τότε οι Βοιωτοί έφεραν απο τον κόλπο του Μηλιέως ακοντιστές και σφενδονήτες και με τη βοήθεια 2000 Κορινθίων και άλλων Πελοποννησίων καθώς και Μεγαρέων βάδισαν εναντίον του Δηλίου. Η πολιορκία κράτησε 15 ημέρες και στο τέλος οι Αθηναίοι αναγκάστηκαν να υποκύψουν. Στην πολιορκία χρησιμοποιήθηκαν πολλά μέσα και μηχανήματα ένα εκ των οποίων περιγράφει με λεπτομέρειες ο Θουκυδίδης. Τούτο ήταν κατασκευασμένο από μια κεραία την οποία έσκισαν στη μέση και την κοίλαναν. Έπειτα ένωσαν τα δυο κομμάτια σχηματίζοντας εσωτερικά αυλάκι. Δια μέσω αυτού περνούσε αέρας 0 οποίος έφτανε αε ένα λέβητα στερεωμένο στο επάνω μέρος της κεραίας. Το μηχάνημα ήταν στερεωμένο στο τείχος έτσι ώστε το επάνω άκρο του έφτανε στις επάλξεις. Ο αέρας όταν έφτανε στο λέβητα που είχε αναμμένα κάρβουνα, πίσσα και Θειάφι, δημιουργούσε τόσο μεγάλη φλόγα που δεν ήταν δυνατόν να μείνει κανείς επάνω στο τείχος. Μη μπορώντας λοιπόν, οι Αθηναίοι να αντιδράσουν, αναγκάστηκαν να τραπούν σε φυγή και να εγκαταλείψουν το Δήλιον το οποίο περιήλθε στα χέρια των Βοιωτών. Από τη φρουρά άλλοι σκοτώθηκαν, άλλοι, οι περισσότεροι, έφυγαν με πλοία και 200 πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Ύστερα από όλα αυτά επέτρεψαν στους Αθηναίους να πάρουν τους νεκρούς τους οι οποίοι επί 17 ημέρες έμεναν άταφοι.
Η μάχη αυτή ήταν φονικότατη διοτι κατά τον Θουκυδίδη σκοτώθηκαν 500 Βοιωτοί και 1.000 Αθηναίοι μεταξύ των οποίων και ο στρατηγός Ιπποκράτης. Επίσης σκοτώθηκαν πολλοί απά τους ελαφρά οπλισμένους. Ήταν μια από τις μεγαλύτερες και καταστρεπτικότερες μάχες μεταξύ των Ελλήνων διότι ο συνολικός αριθμός των νεκρών ξεπέρασε τις 3.000. Ήταν τόσα πολλά τα λάφυρα των Θηβαίων από τη μάχη ώστε από την αξία τους κατασκεύασαν μεγάλη στοά στην αγορά τους και την στολισαν με χάλκινους ανδριάντες και πολλά ιερά. Σε ανάμνηση δε αυτού του γεγονοτος γιάρταζαν τα Δήλια. Έτσι η μάχη από την οποία ο Ιπποκράτης και οι Αθηναίοι περίμεναν πολλά, κατέληξε σε βάρος τους. Ήταν η τελευταία προσπάθεια του Ιπποκράτη να εμποδίσει το Βοιωτικό Ιππικό που κάθε τόσο εισέβαλε στην Αττική και πρόσφερε βοήθεια στους Σπαρτιάτες. Ήταν βέβαιος ότι με τη νίκη του στο Δήλιο πλησίαζε και το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου.
Αλλά η μάχη αυτή ήταν αξιοσημείωτη και από στρατιωτικής άποψης διότι κατά το Βισχέριον εδώ παρουσιάζονται για πρώτη φορά στον ελληνικό στρατό οι πελταστές και κατά τον Παπασταύρον «οι Βοιωτοί για πρώτη φορά χρησιμοποίησαν νέα τακτική στην επίθεση την οποία έκαναν με το δεξιά κέρας, ενώ το αριστερά τους συνεπτύχθη.Η πρώτη φάση, της κατοπιν λοξής φάλαγγος ».
Η μάχη του Δηλιού το 424 π.Χ. ήταν μια απο τις σημαντικότερες μεταξύ Ελλήνων και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ιστορία του τόπου.
Το αρχαίον Δήλιον της Βοιωτίας βρισκόταν στην ίδια θέση με το σημερινό, όπως μαρτυρούν οι σπόνδυλοι των κόνων και πολλά Θεμέλια που σήμερα καλύπτονται από τη θάλασσα και που διακρίνονται όταν αυτή αποσύρεται.
'Ηταν πολίχνη της Βοιωτίας στην αρχή μεν, υπαγόμενο στη Θήβα. Αργότερα δε στην Τανάγρα της οποίας ήταν και το επίνειο της.
'Ηταν ένα από τα κυριότερα λιμάνια της βοιωτικής ακτής προς τον Ευβοϊκό κόλπο απέναντι από την Ερέτρια. Αλλά και οι δημόσιοι δρόμοι έδιναν ιδιαίτερη κίνηση εις το Δήλιο το οποίο βρισκόταν μεταξύ τόσων κωμοπόλεων με τις οποίες είχε στενή επικοινωνία. 'Ενας κεντρικός δρόμος από την Τανάγρα προς τον Ωρωπό και το Αμφιαράειον διερχόμενος από τα Οινόφυτα, συναντούσε δυο άλλους παραλληλους και κάθετους προς αυτόν μεταξύ των οποίων βρισκόταν το Δήλιον. Οι δρόμοι αυτοί με μικρή παράκλιση διασώζονται μέχρι και σήμερα.
Η αρχή της ζωής του Δηλίου χάνεται στα βάθη των αιώνων και πριν γίνουν ανασκαφές ήταν δύσκολο να αναφερθεί κανείς σε αυτή.
Οπωσδήποτε όμως κατά τον 6ον π.Χ. αιώνα όχι μόνο υπήρχε, αλλά ήταν και ευρύτατα γνωστό.
Ο Στράβων, αναφερόμενος στο Δήλιο λέει: «Είτα (μετά τον Ωρωπόν) Δήλιον το ιερόν του Απόλλωνος εκ Δήλου αφιδρυμένου. Ταναγραίων πολίχνιον Αυλίδος διέχον σταδίους τριάκοντα ». Οπωσδήποτε λοιπον ο ναός του Απόλλωνα ήταν κτισμένος κατά το πρότυπο του ναού της Δήλου όπως και αλλού το ιερό του Ασκληπιού ήταν όμοιο του ναού της Θεσσαλικής Τρίηκης, «ιερόν Ασκληπιού, αφίδευμα του εν τη Θετταλική Τρίηκη ».
Κατά τη μάχη του Δηλίου (424 π.Χ.) ο Αθηναίος στρατηγός Ιπποκράτης προσπαθεί να τειχίση το ιερόν, καταστρέφων τις εντός αυτού ιδιωτικές οικίες για εξεύρεση λίθων. Φαίνεται ότι το ιερόν δε βρισκόταν γενικά σε καλή κατάσταση.
Το 2ο μ.Χ. αιώνα επισκέφτηκε το Δήλιον ο Παυσανίας ο οποίος λέει ότι στο ναό του Απόλλωνα υπήρχαν αγάλματα της Λητούς και της Αρτέμιδος.
Το Δήλιον συνδέεται στενότερα με τη Δήλο και η ονομασία του οφείλεται σε αυτή τη σχέση. Υπήρχε και εδώ ναός του Απόλλωνος, ο οποίος
κατά τον Bursian, ιδρύθηκε απο Ίωνες της Δήλου. 0 Απόλλων επειδή γεννήθηκε στη Δήλο και λατρεύτηκε κυρίως εκεί, ονομαζόταν Δήλιος και Διμιεύς.
Κατά τον ίδιο ασφαλώς τρόπο ονομάσθηκε Δήλιον και το μικρό χωριό της Βοιωτίας.
Σήμερα στη γλώσσα των χωρικών της Ταναγραϊκής αλλά και γενικότερα, λέγεται Δήλεσι ή Δίλισι, αποτέλεσμα του Αρβανίτικου εποικισμού.
Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΔΗΛΙΟΥ
Μετά το τέλος των Περσικών πολέμων, οι Αθηναίοι γνώρισαν τη μεγαλύτερη πρόοδο σε όλες τις μορφές του πολιτισμού, γι' αυτό και η εποχή του Περικλέους ονομάστηκε «Χρυσός αιών».
Δυστυχώς όμως ο φθόνος και η αντιζηλία των ελληνικών πόλεων, οδήγησαν σε σύγκρουση τις δύο μεγάλες πόλεις, Αθήνα και Σπάρτη και κοντά σε αυτές όλες τις υπόλοιπες.
Ο Πελοποννησιακός πόλεμος (431-404 π.Χ.) ξέσπασε κατά τον Θουκυδίδη, λόγω της αύξησης της δύναμης των Αθηνών και από το φόβο των Σπαρτατιών για το λόγο αυτό. Τη δε αφορμή έδωσε η σύγκρουση των Κορινθίων με τους Κερκυραίους.
Η Ελλάδα χωρίστηκε και πάλι σε δυο αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Με τους Σπαρτάτιες πήγαν ολοι οι Πελοποννήσιοι, εκτός από τους Αργείους και τους Αχαείς, οι οποίοι τήρησαν κάποια ουδετερότητα και οι Μεγαρείς, οι Βοιωτοί, εκτός των Πλαταιέων, οι Λοκροί, οι Φωκαείς, οι Αμπρακιώται και οι Λευκάδιοι.
Με τους Αθηναίους πήγαν οι Πλαταιείς, οι Μεσσήνιοι της Ναυπάκτου, οι Ακαρνάνες, οι Κερκυραίοι και οι Θεσσαλοί με το αξιόμαχο ιππικό τους.
Ο πόλεμος άρχισε την άνοιξη του 431 π.Χ. με την επίθεση των Θηβαίων κατά των Πλαταιών, συμμάχων των Αθηναίων. 0 Αρχίδαμος, αρχηγός των Σπαρτιατικών δυνάμεων, ήρθε στη Βοιωτία και ο Ωρωπός λεηλατήθηκε κυριολεκτικά.
Κατά το δεύτερο χρόνο του πολέμου, το καλοκαίρι του 430 π.Χ. θέρισε τους Αθηναίους μεγαλη επιδημία και μεταξύ των θυμάτων ήταν και οι δύο γιοι του Περικλέους. Το ίδιο έπαθε ο Αθηναϊκός στρατός και στην Ποτείδαια, όπου και εκεί απέτυχε στην αποστολή του.
Δύο μήνες και έξι μέρες από την κήρυξη του Πελοποννησιακού πολέμου, την άνοιξη του 429 π.Χ. πέθανε ο Περικλής, αφήνοντας πίσω του μεγάλο κενό.
Κατά το θέρος του 424 π.Χ. ο Βρασίδας, αρχηγός των Σπαρτατικών δυνάμεων βρισκόταν στα Μέγαρα. Με αυτόν ενώθηκαν οι Βοιωτοί για να εμποδίσουν τους Αθηναίους να κυριεύσουν την πόλη και η σύγκρουση που ακολούθησε κοντά στη Νίσα δεν ανέδειξε νικητή.
Τα γεγονότα αυτά έπεισαν τους Αθηναίους ότι οι δυνατοί Βοιωτοί ήταν επικίνδυνοι. Για το λόγο αυτό αποφάσισαν με αιφνιδιαστική επίθεση, να κυριεύσουν μερικές αξιόλογες πόλεις και να εξασθενήσουν τη δύναμή τους. Περισσότερο δε απέβλεπαν στην αντικατάσταση του αριστοκρατικού πολιτεύματος των Βοιωτών με το δημοκρατικό για να μπορέσουν έτσι αφενός μεν να διαλύσουν τη φιλία τους με τη Σπάρτη και αφετέρου να τους στρέψουν εναντίον της.
Με αυτή την πρόθεση οι Αθηναίοι στρατηγοί Δημοσθένης και Ιπποκράτης, συνεννοήθηκαν με τους εξόριστους Θηβαίους και ιδιαίτερα με τον Πτοιόδωρο και κατέστρωσαν το σχέδιο.
Βάσει αυτού έπρεπε στην αρχή να κυριευτούν τα ευρισκόμενα στο Κρισαίο κόλπο οχυρώματα των Βοιωτών και στη συνέχεια η Χαιρώνεια, η οποία ανήκει στον Ορχομενό και της οποίας πολλοί εξόριστοι ήταν συνεργάτες των Αθηναίων.
Παράλληλα, οι άλλοι Αθηναίοι θα έπρεπε να καταλάβουν το Δήλιο επίνειο τότε της Τανάγρας. Όλα αυτά έπρεπε να γίνουν την ίδια μέρα, ώστε να αιφνιδιαστούν οι Βοιωτοί και να μη μπορέσουν να βοηθήσουν το Δήλιον αναγκασμένοι να υπερασπίσουν τας Σίφας και τη Χαιρώνεια.
Οι Αθηναίοι έλπιζαν ότι με την κατάληψη του Δήλιου Θα αποκτούσαν ορμητήριο και με τη βοήθεια των Πλαταιών και άλλων φίλων τους Θα πετύχαιναν τους σκοπούς τους. Κατά το σχέδιο, ο Δημοσθένης, εισβάλει στη Ναύπακτο με 40 πλοία, έτοιμος, αφού συγκεντρώσει στρατό από τους Ακαρνάνες και άλλους συμμάχους, να καταλάβει τας Σίφας. Ο δε Ιπποκράτης ετοιμαζόταν για το Δήλιον.
Δυστυχώς άμως για τους Αθηναίους, το σχέδιο της συνδυασμένης επίθεσης απέτυχε, διότι ο Δημοσθένης έπλευσε νωρίτερα στας Σίφας, οι δε Βοιωτοί ενημερωμένοι, είχαν λάβει τα μέτρα τους στας Σίφας και στη Χαιρώνεια. Έτσι οι Αθηναίοι επέστρεψαν άπρακτοι.
Στην άλλη άκρη της Βοιωτίας, ο Ιπποκράτης οδήγησε τους Αθηναίους στο Δήλιον.
Όπως φαίνεται, εκεί δεν υπήρχαν βοιωτικά στρατεύματα γιατί δεν αντιμετώπισαν καμιά αντίσταση. Κατέλαβε το Δήλιον και αφού στρατοπεύδευσε, το ετείχισε και ιδιαίτερα το ιερό του Απόλλωνα, το οποίο περιέβαλε με τάφρο και πρόχωμα.
Ύστερα από τέσσερες ημέρες σκληρής εργασίας,αφού τέλειωσε το μεγαλύτερο μέρος της οχυρώσεως, απομάκρυνε απά το Δήλιο το στρατό του ώστε να φαίνεται ότι αποχωρεί. Ο ίδιος ο Ιπποκράτης παρέμεινε για να τελειώσει την οχύρωση.
Οι Βοιωτοί είχαν αποχωρήσει από τας Σίφας και είχαν συγκεντρωθεί στην Τανάγρα, από όπου παρακολουθούσαν τις κινήσεις των Αθηναίων, έτοιμοι να αποκρούσουν την εισβολή, την οποία θεωρούσαν βεβαία.
Το τέχνασμα του Ιπποκράτη, δηλαδή η φαινομενική αποχώρηση των Αθηναίων από το Δήλιον, έπεισε αρκετούς Βοιωτούς και τους περισσότερους Βοιωτάρχες, ότι οι Αθηναίοι φοβήθηκαν και επέστρεψαν στην πατρίδα τους. Για το λόγο αυτό και για το ότι οι Αθηναίοι βρίσκονταν στα σύνορα της Βοιωτίας δε Θέλησαν να πολεμήσουν. Από τους έντεκα όμως Βοιωτάρχες, o Παγώνδας, ο υιός του Αιόλαδου, Βοιωτάρχης των Θηβών και ο Αριανθίδης, υιός του Λυσιμαχίδου, επέμειναν ότι έπρεπε να απωθήσουν τους Αθηναίους στο εσωτερικό της χώρας τους. Ο δε Παγώνδας, ο οποίος έτυχε να είναι εκείνη την ημέρα «ηγεμονεύων Βοιωτάρχης», για να μη συναντήσει αντίδραση κάλεσε τους στρατιώτες του σε μικρές ομάδες και τους είπε:
« Άνδρες της Βοιωτίας. Εμείς οι άρχοντες δεν έπρεπε καθόλου να σκεφτούμε ότι δε θα έπρεπε να επιτεθούμε εναντίον των Αθηναίων επειδή αυτή τη στιγμή δε βρίσκονται στη βοιωτική γη. Διότι αν δεν ήθελαν να υποδουλώσουν τον τόπο μας γιατί ξεκίνησαν με όλο το στρατό τους, ήρθαν στο Δήλιον και κατασκεύασαν τείχος; Βεβαίως για να καταστρέψουν τη Βοιωτία. Οι Αθηναίοι λοιπόν, είναι εχθροί μας και θα είναι δίκαιο να τους επιτεθούμε οπουδήποτε διότι αυτοί πρώτοι εκστράτευσαν εναντίον μας.
Εναντίον τέτοιων επικίνδυνων γειτόνων πρέπει να πολεμήσουμε με γενναιότητα διότι αν νικηθούμε, η πατρίδα μας θα χάσει ότι απέκτησε μέχρι τώρα με τόσες θυσίες.
Έτσι τελείωσε τον ενθουσιώδη λόγο του o ικανός και τολμηρός Παγώνδας, ο οποίος ήξερε να αποκτά την αγάπη των στρατιωτών του και μετέδωσε τον ενθουσιασμό σε ολόκληρο το στράτευμα. Και μόλις δόθηκε το σύνθημα όλοι μαζί ξεκίνησαν για το Δήλιον, με ταχύτητα για να μην τους προλάβει η νύχτα. Πριν φτάσουν σε αυτό, σταμάτησαν πίσω από το λόφο για να μην τους δουν οι Αθηναίοι και να πάρουν τις τελευταίες οδηγίες. Κατόπιν πήραν τα όπλα τους, ανέβηκαν πάνω στο λόφο και η δύναμή τους που πλησίαζε τις 19 χιλιάδες (εφτά χιλιάδες οπλίτες, περισσότεροι απο δέκα χιλιάδες ελαφρώς οπλισμένοι, χίλιοι ιππείς και πεντακόσιοι πελταστές). παρατάχτηκαν ως εξής:
Το δεξιο άκρο κατείχαν οι Θηβαίοι παρατεταγμένοι σε βάθος 25 αντρών, το αριστερό οι Ταναγραίοι, οι Θεσπιείς και οι Ορχομένιοι, στο κέντρο οι Αλιάρτιοι, οι Κωπαείς, οι Κορωναίοι κ.ά. Εις τα δύο άκρα τοποθετήθηκαν οι ιππείς και οι ελαφρώς οπλισμένοι. Έτσι ο βοιωτικός στρατός ήταν έτοιμος για την επίθεση.
Αλλά και στο στρατόπεδο των Αθηναίων όπως ήταν φυσικό, παρατηρείτο η ανάλογη κίνηοη. Ο Ιπποκράτης βρισκόταν στο Δήλιον όταν έμαθε τις κινήσεις των Βοιωτών. Άφησε εκεί 300 ιππείς για να φρουρούν το ιερόν και πήγε στο στρατόπεδο των ΑΘηναίων.
Οι Αθηναίοι ήταν περίπου 7.000 και παρατάχθηκαν σε βάθος οκτώ αντρών με τους ιππείς στα δύο άκρα. Όταν όλο το στράτευμα ήταν έτοιμο, ο Ιπποκράτης δεν παράλειψε να τους ενθαρρύνει λέγοντας: «Άνδρες Αθηναίοι. Δεν είναι ανάγκη να πω πολλά διότι για τους γενναίους άνδρες αρκούν τα λίγα και τα οποία λέγονται για να υπενθυμίσουν το καθήκον. Ας μη νομίσει κανείς από εμάς ότι επειδή βρισκόμαστε σε ξένη γη δεν πρέπει να πολεμήσουμε διότι αν και βρισκόμαστε εδώ, ο αγώνας γίνεται για την πατρίδα. Η μάχη αυτή θα είναι απο τις σημαντικότερες, διότι αν νικήσουμε ουδέποτε πλέον οι Πελοποννήσιοι θα εισβάλουν στη χώρα μας επειδή δε θα έχουν τη βοήθεια του βοιωτικού ιππικού. Με μια λοιπόν μάχη και τη Βοιωτία θα νικήσουμε και την πατρίδα θα ελευθερώσουμε.
Γίνετε λοιπόν άξιοι της πόλεως των Αθηνών, για την οποία είστε περήφανοι και των πατέρων οι οποίοι νίκησαν τους Βοιωτούς στα Οινόφυτα και έγιναν κύριοι ολης της Βοιωτίας».
Πριν τελειώσει ο Ιπποκράτης φάνηκε να έρχεται ο όγκος των Βοιωτών. Η μάχη άρχισε και τα πτώματα των στρατιωτών κάλυπταν το πεδίο της μάχης. Ο αγώνας ήταν σκληρός και πεισματώδης.
Στην αρχή ενικάτο το αριστερό άκρο των Βοιωτών από τους Αθηναίους, οι οποίοι πίεζαν ιδιαιτέρως τους Θεσπιείς που είχαν και τις μεγαλύτερες απώλειες. Αντιθέτως στο δεξιό άκρο οι Θηβαίοι απωθούσαν τους Αθηναίους.
Σε αυτή την κρίσιμη στιγμή για το αριστερό άκρο των Βοιωτών, ο Παγώνδας έστειλε δύο ίλες ιππικού για να το ενισχύσει. Η κίνηση αυτή του Παγώνδα υπήρξε σωτηρία, διότι οι Αθηναίοι νόμισαν ότι νέο στράτευμα των Βοιωτών ήρθε προς ενίσχυση και τους περικύκλωσε και πανικόβλητοι τράπηκαν σε φυγή.
Άλλοι από αυτούς όρμησαν προς το ιερό του Απόλλωνα, αλλοι προς τον Ωρωπό, άλλοι προς την Πάρνηθα και όπου νόμιζε ο καθένας ότι θα σωθεί. Οι Βοιωτοί μανιασμένοι τους καταδίωκαν μέχρι τη νύχτα,
Αξιοσημείωτο είναι ότι στη μάχη έλαβε μέρος και ο Σωκράτης, ο οποίος κατά την ώρα της φυγής έσωσε τον Ξενοφώντα, ο οποίος έπεσε από το άλογό του.
Μετά το τέλος της συμπλοκής οι Βοιωτοί έστησαν τρόπαιο για τη νίκη τους, μετέφεραν τους νεκρούς τους και τους έθαψαν στην πατρική γη με μεγάλες τιμές όπως τουλάχιστον δείχνουν οι νεκροί των δύο πολεων της Τανάγρας και των Θεσπιών.
Οι πολεμιστές αφού αφαίρεσαν απο τους νεκρούς Αθηναίους ότι είχαν, άφησαν στρατιώτες να φρουρούν και αποσύρθηκαν στην Τανάγρα απ' όπου ετοιμάζοντο για νέα επίθεση εναντίον της Πολίχνης και του ιερού του Δηλίου το οποίο βρισκοταν ακόμη στα χέρια των Αθηναίων. Συγχρόνως έστειλαν κήρυκα στην Αθήνα και διαμαρτυρήθηκαν για την παράνομη κατάληψη του Δήλιου, για τη βεβήλωση του ιερού του Απόλλωνα και για την ύδρευση από το «άψαυστον ύδωρ » το προοριζόμενο μόνο για τις ιεροτελεστίες. Και τελικά τους κάλεσαν να αποχωρήσουν από το Δήλιον.
Οι Αθηναίοι όμως λογω της μεγάλης σημασίας που έδιναν για το Δήλιον, αρνήθηκαν να το εγκαταλείψουν, τότε οι Βοιωτοί έφεραν απο τον κόλπο του Μηλιέως ακοντιστές και σφενδονήτες και με τη βοήθεια 2000 Κορινθίων και άλλων Πελοποννησίων καθώς και Μεγαρέων βάδισαν εναντίον του Δηλίου. Η πολιορκία κράτησε 15 ημέρες και στο τέλος οι Αθηναίοι αναγκάστηκαν να υποκύψουν. Στην πολιορκία χρησιμοποιήθηκαν πολλά μέσα και μηχανήματα ένα εκ των οποίων περιγράφει με λεπτομέρειες ο Θουκυδίδης. Τούτο ήταν κατασκευασμένο από μια κεραία την οποία έσκισαν στη μέση και την κοίλαναν. Έπειτα ένωσαν τα δυο κομμάτια σχηματίζοντας εσωτερικά αυλάκι. Δια μέσω αυτού περνούσε αέρας 0 οποίος έφτανε αε ένα λέβητα στερεωμένο στο επάνω μέρος της κεραίας. Το μηχάνημα ήταν στερεωμένο στο τείχος έτσι ώστε το επάνω άκρο του έφτανε στις επάλξεις. Ο αέρας όταν έφτανε στο λέβητα που είχε αναμμένα κάρβουνα, πίσσα και Θειάφι, δημιουργούσε τόσο μεγάλη φλόγα που δεν ήταν δυνατόν να μείνει κανείς επάνω στο τείχος. Μη μπορώντας λοιπόν, οι Αθηναίοι να αντιδράσουν, αναγκάστηκαν να τραπούν σε φυγή και να εγκαταλείψουν το Δήλιον το οποίο περιήλθε στα χέρια των Βοιωτών. Από τη φρουρά άλλοι σκοτώθηκαν, άλλοι, οι περισσότεροι, έφυγαν με πλοία και 200 πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Ύστερα από όλα αυτά επέτρεψαν στους Αθηναίους να πάρουν τους νεκρούς τους οι οποίοι επί 17 ημέρες έμεναν άταφοι.
Η μάχη αυτή ήταν φονικότατη διοτι κατά τον Θουκυδίδη σκοτώθηκαν 500 Βοιωτοί και 1.000 Αθηναίοι μεταξύ των οποίων και ο στρατηγός Ιπποκράτης. Επίσης σκοτώθηκαν πολλοί απά τους ελαφρά οπλισμένους. Ήταν μια από τις μεγαλύτερες και καταστρεπτικότερες μάχες μεταξύ των Ελλήνων διότι ο συνολικός αριθμός των νεκρών ξεπέρασε τις 3.000. Ήταν τόσα πολλά τα λάφυρα των Θηβαίων από τη μάχη ώστε από την αξία τους κατασκεύασαν μεγάλη στοά στην αγορά τους και την στολισαν με χάλκινους ανδριάντες και πολλά ιερά. Σε ανάμνηση δε αυτού του γεγονοτος γιάρταζαν τα Δήλια. Έτσι η μάχη από την οποία ο Ιπποκράτης και οι Αθηναίοι περίμεναν πολλά, κατέληξε σε βάρος τους. Ήταν η τελευταία προσπάθεια του Ιπποκράτη να εμποδίσει το Βοιωτικό Ιππικό που κάθε τόσο εισέβαλε στην Αττική και πρόσφερε βοήθεια στους Σπαρτιάτες. Ήταν βέβαιος ότι με τη νίκη του στο Δήλιο πλησίαζε και το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου.
Αλλά η μάχη αυτή ήταν αξιοσημείωτη και από στρατιωτικής άποψης διότι κατά το Βισχέριον εδώ παρουσιάζονται για πρώτη φορά στον ελληνικό στρατό οι πελταστές και κατά τον Παπασταύρον «οι Βοιωτοί για πρώτη φορά χρησιμοποίησαν νέα τακτική στην επίθεση την οποία έκαναν με το δεξιά κέρας, ενώ το αριστερά τους συνεπτύχθη.Η πρώτη φάση, της κατοπιν λοξής φάλαγγος ».
Η μάχη του Δηλιού το 424 π.Χ. ήταν μια απο τις σημαντικότερες μεταξύ Ελλήνων και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ιστορία του τόπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου